Έτσι ονομάστηκε η διαδρομή που ακολουθήθηκε για να μεταφερθούν οι ιεροί λίθοι πάνω στους οποίους χτίστηκε ο καθολικός ιερός ναός «Σάντα Κάζα ντι Λορέτο», από τη Ναζαρέτ στην Ιταλία.
Σύμφωνα με τη επικρατούσα μέχρι πρόσφατα Ρωμαιοκαθολική παράδοση, οι ιεροί λίθοι (πρόκειται για τρεις πλίνθινους τοίχους) της Αγίας Οικίας της Θεοτόκου, πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε ο ναός «Santa Casa» του Λορέτο, προέρχονται από την επίγεια οικία της Παναγίας που βρίσκονταν στην Ναζαρέτ και μεταφέρθηκαν με θαυμαστό τρόπο (πάνω στα φτερά Αγγέλλων), στο Λορέτο της Ιταλίας, όπου και χτίστηκε η «Αγία Οικία», που θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα Θεομητορικά προσκυνήματα των Παπικών.
Αρχικά από ένα έγγραφο στα μέσα του 15ου αιώνα είχε διαδοθεί από τον Τζιάκομο Ρίτσι (Giacomo Ricci) κατά το έτος 1468 – 1469 και τον Πιέτρο ντι Τζιόρτζιο Τολομέι (Pietro di Giorgio Tolomei, τον ονομαζόμενο Τεραμάνο (Teramano), κατά το έτος 1472, πως η Αγία Οικία του Λορέτο είναι το ίδιο το “Δωμάτιο της Παναγίας”, που υπήρχε στην Ναζαρέτ, το οποίο αποκομμένο από τα θεμέλιά του το 1291, μεταφέρθηκε, “δια μέσου λειτουργήματος των Αγγέλων”, πρώτα στην Ιλλυρία (στο Τερσάττο, στην σημερινή Κροατία) και έπειτα στο έδαφος του Λορέτο Ιταλίας (10 Δεκεμβρίου 1294). “…..Ήταν κατά τη διάρκεια της Ποντιφίκειας του Σελεστίνου Ε΄, το 1291, όταν οι Χριστιανοί είχαν χάσει αμετάκλητα τους Ιερούς τόπους της Παλαιστίνης, που ο Οίκος, όπου επιτεύχθηκε το μυστήριο της Ενσάρκωσης στη μήτρα της Μαρίας, μεταφέρθηκε από τους Αγγέλους από τη Ναζαρέτ στη Δαλματία ή Σκλαβονία, και τοποθετήθηκε από αυτούς πάνω σε ένα λόφο κοντά σε μια μικρή πόλη που ονομάζεται Tersatto….».

Πολύ πρόσφατα όμως, ο ακαδημαϊκός Χάρης Κουδούνας και ο ιστορικός ερευνητής Fernando Frazzotti απέδειξαν ότι οι Άγγελοι, που μετέφεραν τις πέτρες σύμφωνα με την παράδοση της Ρωμαιοκαθολικής παράδοσης, δεν ήταν άγγελοι του ουρανού όπως ανέφερε η παράδοση, αλλά οι Άγγελοι Κομνηνοδουκάδες του κράτους (Δεσποτάτου) της Ηπείρου. Τις πέτρες της Οικίας της Παναγίας τις πήραν οι Άγγελοι Κομνηνοί πριν πέσουν οι Άγιοι Τόποι στα χέρια των Μωαμεθανών και μέσω της Κύπρου και μετά μέσω Αθηνών τις μετέφεραν στην Παναγία Πόρτας (Πύλης) Τρικάλων. Από την Πύλη Τρικάλων οι πέτρες μεταφέρθηκαν στην Άρτα όπου φυλάχτηκαν στην Παρηγορήτισσα για τρία περίπου χρόνια. Αργότερα οι πέτρες δόθηκαν ως προίκα στην κόρη του Νικηφόρου Α’ Άγγελου Κομνηνού, πριγκίπισσα Ίθαμαρ (Θαμάρ), για τον γάμο της με τον Φίλιππο των Ανδεγαυών (Ανζού), γιο του Καρόλου Β’, βασιλιά της Νάπολης. Σήμερα, αυτοί οι τρείς τοίχοι που οι ορθόδοξες Εκκλησίες προστάτευσαν κατά τη διαδρομή τους, βρίσκονται στο Λορέτο της Ιταλίας (20 χμ. από το λιμάνι της Ανκόνα), στα εσωτερικά του καθολικού ιερού ναού «Σάντα Κάζα ντι Λορέτο» και δέχονται κάθε χρόνο, περίπου τέσσερα εκατομμύρια πιστούς από όλο τον κόσμο.

“…..Μετά το θάνατο του Σεβαστοκράτορα Ιωάννη Α’, στην περίοδο 1289-1294, τα ιερά κειμήλια ενδεχομένως πέρασαν στους γιούς του μαζί με τα αγαθά και τις κτηματικές ιδιοκτησίες του μοναστηριού της “Πόρτας Παναγιάς”, συμπεριλαμβανόμενης της ηγεμονίας της Θεσσαλίας και της Μεγάλης Βλαχίας. Τα παιδιά του (οι γιοί του), κληρονόμησαν τον ίδιο τίτλο του Σεβαστοκράτορα, μα σε σύντομο διάστημα, πολλά αγαθά και κτηματικές ιδιοκτησίες, κυρίως της περιοχής του Ασπροπόταμου, πέρασαν στο θείο τους, Νικηφόρο Α’ Άγγελο Κομνηνό. Μετά τον γάμο της κόρης του Θαμάρ στην οποία δόθηκαν σαν προίκα, ανάμεσα σε όλα τα άλλα, και οι πέτρες της Αγίας Οικίας, ήταν μετά αυτός ή πρόσωπα κοντά σε εκείνον,που οργάνωσαν την μεταφορά των ιερών κειμηλίων, που σύμφωνα με ορισμένες πηγές είχαν σαν προορισμό την Ιλλυρία, ειδάλλως, σύμφωνα με άλλους έφθασαν στην Αδριατική θάλασσα, από το λιμάνι της Άρτας. Αυτή η δεύτερη υπόθεση είναι αξιόπιστη, γιατί ο μοναδικός υπάρχων δρόμος σε εκείνη την περίοδο για την Άρτα και, ακολούθως, για την θάλασσα, δρόμος που συνέδεε την Θεσσαλία με την Ήπειρο, ήταν κυριολεκτικά ο δρόμος που αναχωρούσε από την Πύλη Πόρτας Παναγιάς “…..
(Πηγές : 1.Κουδούνας Χ., «Η βυζαντινή εκκλησία της Πόρτα Παναγίας και η Santa Caza της Μαρίας του Λορέτο- ο ρόλος της Βυζαντινής οικογένειας των Αγγέλων Δούκα Κομνηνών της Θεσσαλίας και της Ηπείρου στο “ Studi sull’oriente cristiano”, τεύχος 18/2014 σελ. 169-186)
3.https://ir.lib.uth.gr/xmlui/handle/11615/46445;jsessionid=C1C0C8119E464831EF5898A0ED4494A2