“Στο πέρασμα των χρόνων από την ερήμωση της Αμβρακίας ως την ίδρυση της μεσαιωνικής Άρτας, η αρχαία πόλη θάβεται και το όνομά της ξεχνιέται. Τα μόνα ορατά λείψανα που πιστοποιούσαν την ύπαρξη αρχαίας πόλης ήταν τα τείχη της, τα οποία από πολύ νωρίς προκάλεσαν το θαυμασμό των ξένων περιηγητών. Ήδη από τα μέσα του 12ου αι. – εποχή που δεν είχε κτιστεί ακόμη το βυζαντινό κάστρο της πόλης – ο ισπανός ραβίνος Benjamin de Tudela, που επισκέφθηκε την πόλη, την χαρακτήρισε ως «φρούριο». Στα 1435 ο Κυριακός ο εξ Αγκώνος εντυπωσιάζεται από τους υπερμεγέθεις λίθους των τειχών, ενώ ο Edward Lear, στα 1848, θεωρεί τα τείχη της πόλης ως «εξαίρετα υποδείγματα της ελληνικής αρχιτεκτονικής». Για αιώνες ωστόσο επικρατούσε σύγχυση ως προς την ταυτότητα της αρχαίας πόλης. Ο Κυριακός ο εξ Αγκώνος την αποκαλεί Αράχθεια Ακαρνανία, ενώ οι Μελέτιος Γεωγράφος, Παναγιώτης Αραβαντινός, Σεραφείμ Ξενόπουλος την ταυτίζουν με το Αμφιλοχικό Άργος και ο F.C.H. Pouqueville με την αθαμανική Αργιθέα. Η ταύτιση της αρχαίας πόλης με την Αμβρακία οφείλεται στον Άγγλο περιηγητή William Martin Leake που επισκέφθηκε την Άρτα στις αρχές του 19ου αι. Η άποψη του W.M. Leake, που στηρίχθηκε στην προσεκτική ερμηνεία των περιγραφών των αρχαίων συγγραφέων, επιβεβαιώθηκε και τεκμηριώθηκε από τα αρχαιολογικά δεδομένα των ανασκαφών.
Το αρχαιολογικό ενδιαφέρον για την Άρτα άρχισε το 1897, 16 χρόνια μετά την απελευθέρωσή της και την ένωσή της με την Ελλάδα, όταν ο Κωνσταντίνος Κουρουνιώτης εντόπισε τα δύο νεκροταφεία της Αμβρακίας, το ανατολικό στην περιοχή της Κουτσομύτας και το νοτιοδυτικό στην περιοχή της Οδηγήτριας και της οδού Κομμένου. Μόλις το 1916 διαπιστώθηκε από τον Κωνσταντίνο Ρωμαίο η ύπαρξη άντρου λατρείας νυμφών στο σπήλαιο Κουδουνότρυπα Λιμίνης, απ’ όπου προέρχεται πλήθος ειδωλίων, ενώ η πρώτη ανασκαφική έρευνα στην πόλη έγινε 10 χρόνια αργότερα, όταν ο Ιωάννης Μηλιάδης αποκάλυψε ταφικό περίβολο του νοτιοδυτικού νεκροταφείου της Αμβρακίας.
Τα επόμενα χρόνια και μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο η Ήπειρος υπαγόταν στην Αρχαιολογική Περιφέρεια Κέρκυρας. Το 1942 ιδρύεται ανεξάρτητη Εφορεία στην Ήπειρο, η 10η Αρχαιολογική Περιφέρεια με έδρα τα Ιωάννινα, η οποία από το 1950 και εξής με επικεφαλής τον Σωτήριο Δάκαρη, διενεργεί μικρής έκτασης ανασκαφικές έρευνες – με αφορμή δημόσια έργα – τόσο στις παρυφές της πόλης όσο και στο κέντρο της. Η αποκάλυψη ωστόσο το 1965 του υστεροαρχαϊκού ναού του Απόλλωνα στην καρδιά της σύγχρονης πόλης – ο οποίος σώθηκε χάρη στην αείμνηστη Ιουλία Βοκοτοπούλου – σε συνδυασμό με τη ραγδαία αύξηση της οικοδομικής δραστηριότητας που σημειώθηκε την επόμενη δεκαετία, έδωσε νέα ώθηση στο ανασκαφικό έργο.
Έκτοτε, η ΙΒ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, όπως μετονομάστηκε το 1973, με τη διενέργεια πολυάριθμων, σωστικού χαρακτήρα ανασκαφών, αποκαλύπτει την εικόνα της αρχαίας πόλης. Το ερευνητικό έργο της Εφορείας, που στο διάστημα των τελευταίων 30 χρόνων έχει ανασκάψει περισσότερα από 250 οικόπεδα ιδιωτών καλύπτοντας έκταση σχεδόν 35 στρεμμάτων, φέρνει στο φως τμήματα του πολεοδομικού ιστού της πόλης και εντυπωσιακά σύνολα των νεκροταφείων της. Αποκαλύπτεται η άριστα οργανωμένη πολεοδομική διάρθρωση της Αμβρακίας, το πλήρες αποχετευτικό σύστημα, η μορφή των ιδιωτικών και δημόσιων κτιρίων, η οργάνωση των νεκροταφείων της. Μέσα από τα ανασκαφικά δεδομένα εξάλλου αντλούνται πληροφορίες για την καθημερινή ζωή των Αμβρακιωτών, το δημόσιο βίο της πόλης, τους πολιτειακούς θεσμούς, τα ταφικά έθιμα….” (Πηγή : ΑΜΒΡΑΚΙΑ, Η ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ, Έκδοση Υπουργείο Πολιτισμού, Εφορεία Αρχαιοτήτων Άρτας, Άρτα, 2015)
Στην φωτογραφία “Σωστική ανασκαφή στην Άρτα το 1978”, από το ίδιο βιβλίο.
