02 – 06 – 1938 : Όλοι οι μαθητές του Ημιγυμνασίου Αγνάντων με τους καθηγητές τους Πριόβολο και Φαρδέλλα. (Φωτο από αρχείο Γ.Β. Παπαγεωργίου όπως δημοσιεύτηκε στο βιβλίο ΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓΝΑΝΤΩΝ, Χ. Α. Τούμπουρος, Αθήνα. 2009)

02 – 06 – 1938 : Όλοι οι μαθητές του Ημιγυμνασίου Αγνάντων με τους καθηγητές τους Πριόβολο και Φαρδέλλα. (Φωτο από αρχείο Γ.Β. Παπαγεωργίου όπως δημοσιεύτηκε στο βιβλίο ΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓΝΑΝΤΩΝ, Χ. Α. Τούμπουρος, Αθήνα. 2009)

Ελισάβετ Ριγανέλλα, Άσπα Σέρρη, Ναυσικά Μαρκαμπέλα, Τζένη Διαμαντή, Ελευθερία Πάνου (δασκάλα), Μερόπη Πρίντζου, Σοφία Σιμιτζή, Αυγή Καλυβιώτη, Αδελφές Αγγελική (Κική) & Αγνή Κομπορόζου, Αρετή Νικολοπούλου, Μιχάλης Παπαδόπουλος (ο Περάνθης), Κων/νος Γεωργούλας, Γρηγόρης Νάκος (φιλόλογος).
Μαθηματικοί : Αιμίλιος Ψαθάς, Νίκος Θάνος, Σπυρίδων Μάγγος
Φυσικοί : Χαράλαμπος Σαλούρος , Γεώργιος Τζώρτζης (Γεωπόνος)
Νομικοί : Παναγιώτης Στρεβίνας (Π.Α.Ο.Α.), Αλέξανδρος Νικολός
Δάσκαλοι : Γεώργιος Καζατζόγλου (Π.Α.Ο.Α.), Κων/νος Γιαννακός (Π.Α.Ο.Α.), Λάμπρος Καράμπαλης, Δημήτριος Ζορμπάς, Ευθύμιος Καλαμπόκης, Γεώργιος Καραβασίλης
Γιατροί : Δημήτριος Λέκος (παθολόγος), Γεώργιος Τσαμπούλας (παιδίατρος), Δημήτριος Βάρδιας (παθολόγος), Χρήστος (Τάκης) Ζαχαρής (οδοντίατρος)
Αξιωματικοί : Δημήτριος Β. Γκίζας (σμηναγός, έπεσε στις 2-2-41), Γεώργιος Πίτσιλης (ταξίαρχος Π/Ζ), Κων/νος Σαλούρος (ταξίαρχος)
Επίσης οι : Αλέκος Καρατζένης (ιατρός), Δημήτριος Παπαμήτσος (Π.Α.Ο.Α.), Τάκης Παπακίτσος, Σπύρίδων Κοτσαρίδας, Γεώργιος Ντέτσικας, Χρήστος Κουτσούμπας, Γεράσιμος Τρομπούκης (Διευθυντής Ο.Τ.Ε.), Γρηγόρης Βαφιάς & Ντίνος Χ. Δημόπουλος (Θεατράνθρωποι), Δημήτριος Καραϊσκάκης (Νομικός, Υφυπ. Βιομηχ. 1975 – 1981), Παναγιώτης Γεωργόπουλος (Α.Σ.Ο.Ε.Ε.) [Φωτο &Παρουσίαση Κ. Μπανιάς]

“…….Όταν σε κάμποσο διάστημα ήρθε η εποχή να με στείλουν στο δάσκαλο, δεν ήθελα να πάω στην αρχή. Δάσκαλό μου θα είχα τον ίδιο τον Καράμπαλη, γιατί από έλλειψη δικού μας θα πήγαινα στο διπλανό χωριό, που το σκολειό του δεν ήταν και τόσο μακριά απ’ το σπίτι μου. Με χίλια βάσανα με κατάφεραν να πάω, γιατί φοβόμουν το δάσκαλο, φοβόμουν τα σκυλιά στο δρόμο, φοβόμουν και το λόγγο που θα περνούσα. Κι αν δέχτηκα, ήταν γιατί θα ’χα συντροφιά τη Λάμπρω της Ζωίτσας, πρώτη μου ξαδέρφη που θα έμενε στο σπίτι μας, επειδή το δικό της βρισκόταν σε μεγάλη απόσταση για να πηγαινοέρχεται. Κι ήταν τότε η πρώτη κοπέλα που αποφάσιζε να πάει σε σκολειό και μάλιστα σε ξένο χωριό. Η παρακίνηση ίσως να προερχόταν απ’ τον πατέρα μου, γιατί ο δικός της έλειπε τότε στα ξένα.
Η Λάμπρω, μεγαλύτερή μου στα χρόνια, ήταν και πιο προχωρημένη στα γράμματα. Εγώ, με όλη την προπαίδεια του πατέρα μου (που ταξιδεύονταν κι αυτός κατά διαλείμματα) θ’ ακολουθούσα τη μικρότερη τάξη: την πρώτη κατωτέρα.
Από τότε λοιπόν ξυπνάγαμε μπονόρα, παίρναμε το μεσημεριανό μαζί μας, τρώγοντας και κατιτί, για να μη «μας έρθει νέκρα» ως τότε, και ξεκινάγαμε μαζί με τη Λάμπρω περνώντας ρούγες και κουλούρια και δασότοπο, ώσπου να φτάσουμε πέρα στο σχολειό.
Το σκολειό δεν ήταν άλλο από ένα χαγιάτι εκκλησιάς. Δε θυμάμαι πια αν είχαν καθόλου θρανία, μα εμείς οι μικροί καθόμασταν απόξω στα πεζούλια και χαζεύαμε. Κανένας δεν ασχολούνταν μ’ εμάς, ο δάσκαλος δε μας έδινε καμιά σημασία. Ούτε μας διάβαζε, ούτε μας έβγαζε μάθημα. Θαρρώ μάλιστα που ούτε μας είχε καθόλου στο λογαριασμό του, δηλαδή περασμένους στον κατάλογο, που δεν εκφωνούνταν ποτέ. Καμιά φορά περνούσε από κοντά μας κανένας μεγάλος (και σ’ εκείνη την ηλικία η διαφορά των ετών δείχνει τεράστια) για να μας πετάξει κάνα πείραγμα απ’ το ύψος του αναστήματός του:
― Τι κάνετ’ αυτού, μωρέ κουκουτσέλια;
Και ήμασταν αλήθεια σαν αλάλητα κοτόπουλα, προορισμένοι να θαυμάζουμε τα παιγνίδια των μεγάλων, τα τρεξίματα και τα κυνηγητά τους, που αυτοί σαν αληθινοί κοκόροι με γενναίο λειρί έδιναν μάχες μεταξύ τους και παράβγαιναν ο ένας με τον άλλον σε θαρραλέους αγώνες. Εμείς ζαρώναμε στην άκρη μας και τους κοιτάζαμε μ’ ανοιχτό το στόμα.
Κοιτάζαμε το Σταύρο του Λαμπράκη Χήρα, πρατάρη απάνω στο βουνό, που του φώναζαν οι συνομήλικοί του «τσαπ! τσαπ!», σα να ’ταν τσάπος, τράγος μαθές κι όχι μαθητής, πώς ανέβαινε τα σκαλοπάτια στην άκρη των ποδιών του, κρυφοτήραγε από τα σπασμένα τζάμια στον οντά, να ιδεί αν ξύπνησε ο δάσκαλος απ’ το μεσημεριανό ύπνο και του έριχνε πετραδάκια κρυμμένος, να τον ξαφνιάσει στον ύπνο του, ενώ κι ο ίδιος κι όλοι οι άλλοι από κάτω, ηθικοί συνένοχοί του, ήταν έτοιμοι να το βάλουν στα ποδάρια με αλαλαγμούς.
Έτσι περνούσαν οι μέρες μας, με χωρατά πιο πολύ, παρά με μαθήματα.
Θυμάμαι κάποτε που ήμασταν απόξω στη λάκκα, κοντά στον αυλόγυρο της εκκλησιάς, εκεί που γινόταν ο χορός και το πανηγύρι κάθε Αηλιός, αφού ψελνόταν την πρώτη μέρα η λειτουργία απάνω στο βουνό. Είχε γίνει κάποια φασαρία κι ο δάσκαλος βγήκε να μαλώσει, να «μπατσαλιάσει» το πολύ, το Γληγόρη Κωσταγιώργο, παλικαρόπουλο απ’ το μαχαλά μας, που είχε δείρει έναν άλλον. Μα καθώς έτρεξε ο Καράμπαλης να πιάσει τον ένοχο, κάπως έκαν’ εκεί στο χλοϊσμένο γλιστερό χώμα και γλιστράει άξαφνα και πέφτει καταγής. Βάνουν τα γέλια τα παιδιά, ο δάσκαλος σκυλιάζει απ’ το κακό του.
― Πού θα μου πας, έλα δω! φοβερίζει το Γληγόρη, καθώς πολεμάει να σηκωθεί λασπωμένος.
Μα εκείνος δεν είναι κουτός να κάτσει να πιαστεί, για να τον κλείσει ο Καράμπαλης στη φυλακή του.
Με τις αλαφρές σεγκουνούλες του (γιατί ντυνόταν από τώρα σα βλαχάκι), με τις σβέλτες πατούσες του που δεν τις βάραινε από κάτω ποδεσιά, ρίχνοντας πίσω μια ύστερη ματιά και βλέποντας πώς είχε καταντήσει το δάσκαλο άθελά του, περήφανος εξάλλου για να δεχτεί μετάνοια και τιμωρία, έβαλε όλη του τη φόρα, γίνηκε άνεμος, έβγαλε φτερά και στάθηκε μόνο πέρα στο κονάκι του, ίσως κιόλας ούτ’ εκεί, παρά ψηλά στην Τζούμα, να πιάσει από τα τώρα το κλαρί, να κάμει γιατάκι το γράβο, εκεί που ηχούσαν πρόσχαρα τα κυπροκούδουνα απ’ τα γιδοπρόβατά του.
― Έχετε γεια, γράμματα, ψηφιά του διατάνου! Δε θα σκάσουμ΄εμείς τη χολή μας, δε θα το πάρουμε κρυφό μαράζι.
Τσοπανάκος ήμουνα, φλογερίτσα λάλαγα…” (Πηγή : ΑΠΟ ΜΙΚΡΟΣ ΣΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, Γ. Κοτζιούλας, https://www.sarantakos.com/)
Στη φωτογραφία ” Μαθητές Β’ τάξης του Σχολαρχείου Άρτης, 1904 – 1905. Ο δεύτερος αριστερά από τους καθιστούς έιναι ο Κων/νος Ι. Ράμμος από την Άνω Πέτρα (Πηγή : Η ΠΑΝΕΜΟΡΦΗ ΑΝΩ ΠΕΤΡΑ ΑΡΤΗΣ, Β. Παπαποστόλου, Αθήνα, 2008)

“Οι ακόλουθοι του Στρατηγού της 8ης Μεραρχίας είναι και δυο Μελισσουργιώτες. Φαίνονται με τα μπλε : ο Λοχίας Παντ. Τρομπούκης και ο Στρατιώτης Κων. Μπανιάς”. Η φωτογραφία είναι από το “ΠΑΝΘΕΟΝ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΕΛΙΣΣΟΥΡΓΟΙ, 1952”, όπως δημοσιεύτηκε στο “ΧΡΟΝΙΚΟΝ του χωριού Μελισσουργοί”, Επιμέλεια Τ.Δ. Μπανιάς & Α.Σ. Ρίζος, Αθήνα, 2023.

“Η πύλη της Μονής Τσούκας και ο βόρειος διάδρομος των κελλιών στο χωριό Ελληνικό (Λοζέτσι)”. Η φωτογραφία είναι του αρχαιολόγου Π. Βοκοτόπουλου από τον Ιούνιο του 1970. (Πηγή : Λεύκωμα ΗΠΕΙΡΟΣ, Θεσσαλονίκη, 2011)

Πολλές φορές οι Αρτηνοί επισκέπτονταν το Μοναστήρι της Τσούκας στα Κατσανοχώρια, που στέκεται σε έναν γκρεμό απ’ όπου ο προσκυνητής μπορεί να θαυμάσει τη χαράδρα του Αράχθου ποταμού, ένα τοπίο ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους. Η θέα από εκεί είναι απλά μαγευτική.
H παράδοση αναφέρει ότι στο βράχο Τσούκα βρέθηκε μία εικόνα της Παναγίας και οι κάτοικοι του χωριού Λοζέτσι, έκτισαν ένα εκκλησάκι στο λόφο της Αγ. Μαρίνας και την τοποθέτησαν στο εσωτερικό του. Η εικόνα όμως κάθε βράδυ μεταφερόταν στην Τσούκα υποδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό την τοποθεσία ανέγερσης του Μοναστηριού. Πήρε το όνομά της από την κορυφή του λόφου που είναι χτισμένη, καθώς «Τσιούκα Ανάλτα» στα βλάχικα σημαίνει «υψηλή κορυφή».
Η Έλλη Παπαδημητρίου πέρασε από το μοναστήρι γύρω στο 1935 και μας άφησε μερικές φωτογραφίες από το πανηγύρι της Παναγίας εκεί.
Φωτογραφία 1 (Πηγή : Μουσείο Μπενάκη)

Φωτογραφία 2 (Πηγή : Λεύκωμα ΠΑΛΙΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ, Ήπειρος – Μακεδονία, Έλλη Παπαδημητρίου, Αθήνα, 1977)

Μπορείτε να δείτε μια ακόμη σχετική ανάρτηση στο λινκ https://doxesdespotatou.com/moni-tsoykas-katsanochoria/
Στο άλμπουμ του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου αποδίδεται (με ερωτηματικό) ως περίβολος μονής, ίσως όμως πρόκειται για φωτογραφία από το εσωτερικό της αυλής κάποιου παλιού σπιτιού στην Άρτα. Πρόκειται για την τρίτη φωτογραφία που τράβηξε ο Μιχαήλ Βυζάς από το πέρασμά του από την Άρτα μεταξύ 1935 – 1939. (Πηγή : Ε.Λ.Ι.Α.)
Μπορείτε να δείτε μια παρόμοια αυλή στο λινκ https://doxesdespotatou.com/i-ayli-sta-palia-astika-spitia-tis-arta/

“1965 – Μεταλλική βρύση πατητή στην πλατεία του χωριού. Οι βρύσες αυτές υπήρχαν σε διάφορα σημεία για να προμηθεύονται οι χωριανοί νερό το χρονικό διάστημα 1965-1978, όταν το δίκτυο ύδρευσης δεν έφτανε ακόμη στα σπίτια. Το νερό έβγαινε σε μερικές από το στόμα ενός λιονταριού και σε κάποιες άλλες από το στόμα ενός βατράχου, μετά το πάτημα ενός διακόπτη που βρισκόταν στο πάνω μέρος της βρύσης.
Δίπλα στη βρύση διακρίνονται: η Γιαννούλα Στεργίου με τα παιδιά της και η Σοφία Μούτου”. (Κείμενο κ Φωτογραφία του Γιάννη Καραμπούλα από το Λεύκωμα ΦΩΤΟΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΣΤΟ ΧΤΕΣ, https://kypseliartas.gr/

Νομίζω ότι δεν έχει μείνει πλέον καμιά…..την δεκαετία του 60 όμως μπορούσες να τις δεις σε όλη σχεδόν την Ελλάδα, σε πόλεις και σε χωριά. Ήταν οι μαντεμένιες βρύσες με τίτλο NIAGARA Waterfall – PATRAS GREECE ή αλλιώς οι βρύσες “Καταρράκτης του Νιαγάρα” της Πάτρας.
Η πλειοψηφία τους ήταν από το χυτήριο των αδελφών Στεφάνου στην Πάτρα που κατασκεύαζε αντικείμενα από μαντέμι όπως τα καζανάκια όπου ήταν εντελώς αντιπροσωπευτικό το όνομα Νιαγάρας από την ορμή που είχε το νερό και διατηρούσε τις τουαλέτες πεντακάθαρες.
Ο χρωματισμός τους ήταν σε βαθύ πράσινο με χαρακτηριστικό την κεφαλή λέοντος στην κορυφή από την οποία έτρεχε το νερό πιέζοντας το μεγάλο μεταλλικό «κουμπί» που βρισκόταν επί της «οροφής». Είναι γνωστό πως, από τα αρχαία χρόνια, η κεφαλή του λιονταριού είχε ταυτιστεί με το νερό. Γι’ αυτό σιντριβάνια, υδρορροές και δημόσιες βρύσες παρείχαν νερό μέσα από το στόμα ενός λιονταριού, συνήθεια που έμεινε μέχρι και σήμερα.
Οι κοινόχρηστες αυτές βρύσες εξυπηρετούσαν τις ανάγκες ύδρευσης των κατοίκων για περίπου δυο δεκαετίες, ώσπου, με την ένταξη των πόλεων και των χωριών σε δίκτυο ύδρευσης, σιγά – σιγά καταργήθηκαν. (Κείμενο Α. Καρρά)
Στη φωτογραφία «Γιαγιά με το εγγόνι της δίπλα στην κοινόχρηστη βρύση NIAGARA Waterfall», στην Ελλάδα του 1961. Η φωτογραφία είναι του Edward Ruscha, Αμερικανού καλλιτέχνη που σχετίζεται με το κίνημα της ποπ αρτ, από την περιοδεία του στην Ευρώπη το 1961….(Πηγή : https://whitney.org/)

1957 – Από δεξιά : Άγνωστος, Γκούβελος, Ιωάννης Κολοβός (στη μέση με το άσπρο πουκάμισο), Γεώργιος Παπαποστόλης (εξτρέμ, σκόρερ), Κωστάκης Παπαγιάννης (γκολτζής). [Φωτο & Παρουσίαση Κ. Μπανιάς)
