Aπρίλιος 1952 – Πόλη Βενσάν, Κορέα

Αριστερά ο Γεώργιος Χ. Καλοκαίρης, Κληρωτός – Λοχίας Π/Ζ.

(Φωτο από αρχείο Αθανάσιου Καλοκαίρη, Παρουσίαση Κ. Μπανιάς)

Δημοσιεύθηκε στη Οι Αρτινοί στον πόλεμο του '22 & τον πόλεμο της Κορέας | Σχολιάστε

Ά Γυμνάσιο Άρτης – Στίβος

Οι νικητές των 4χ100. Αριστερά Χρ. Βάρδιας(Κομπότι, Αστυνομικός, Παναμβρακικός), Ορέστης Παπαθανάσης (Προιστάμενος ΟΤΕ), Νίκος Θ. Βαδιβούλης (Γεωπόνος) και Νίκος Παπαγεωργίου (Θεσπρωτικό, Παναμβρακικός , Αναγέννηση) (Φωτο & Παρουσίαση Κ. Μπανιάς)

Δημοσιεύθηκε στη Αθλητικές Εκδηλώσεις | Σχολιάστε

Πως γυρίστηκε η ταινία του Ντ. Δημόπουλου “ΑΜΟΚ” στον Αμβρακικό (4)

“…..Στην Πρέβεζα βρέθηκαν μερικά στρωματάκια, κάποια μαξιλάρια, ίσα-ίσα για τους δύσκολους. Με τη βοήθεια του φαρμακοποιού πήρα και κάποια φάρμακα για μια στιγμή ανάγκης.

Στη Βουβάλα, μόλις φτάνουμε, κάνουν διάλειμμα για να φάνε τους κεφτέδες όσο γίνεται ζεστούς, γιατί αργότερα θα ήταν κατάλληλοι για πετροπόλεμο. Από την πρώτη μέρα γυρίσματος ο Δημόπουλος είναι ευχαριστημένος. Επιστροφή στην έδρα μας κι εγώ συνεχίζω με το καίκι για την Πρέβεζα. Συνεννοούμαι με το ΚΤΕΛ για τις αποστολές  του νεγκατίφ, τηλεφωνώ στη Φίνος, πώς, από πού κι από ποιόν θα παραλάβουν τα νεγκατίφ και πως να στέλνουν την απάντηση μαζί με αναλυτική επιστολή και με τον ίδιο τρόπο , αφού η τηλεφωνική επικοινωνία δεν είναι δυνατή. Συνεννοούμαι με τον καϊκτσή για τις 6 το πρωί. Και μόνος σε μια ξένη πόλη, περιδιαβαίνω τα δρομάκια της να την γνωρίσω………

Στην Κορωνησία όλοι έχουν βολευτεί, οι διαμαρτυρίες, οι γκρίνιες έχουν σταματήσει, ο εστιάτορας με την κυρία Μαρία έχουν οργανωθεί.  Στη Βουβάλα το γύρισμα της ταινίας προχωράει, ο Δημόπουλος αποδίδει όλη την ευαισθησία του στις σκηνές, το συνεργείο ακούραστο εκτελεί κάθε επιθυμία του, ο Καβουκίδης ζωγραφίζει με το φακό της μηχανής του κάθε εικόνα, από το εργαστήριο οι απαντήσεις έρχονται ενθουσιώδεις.  ‘Έχουμε μπει στις πρώτες μέρες του Αυγούστου κι εγώ έπρεπε να βρίσκομαι στην Αθήνα…….

Όσο γυρίζονται τα εσωτερικά του «Κάτι να καίει», κάνω ένα ταξίδι αστραπή στη Βουβάλα, τους λέω τα νέα της Αθήνας κι ότι είδα μια φανταστική κόπια εργασίας. Ενθουσιάζονται, φιλάνε τον Δημόπουλο, τον Καβουκίδη. Μου λένε τα δικά τους για το πως περνάνε, ο Δημόπουλος μου περιγράφει τη σκηνή του θαψίματος της Τριανταφύλλου, βλέπω τσιρότα στον ώμο της Ζέτας, ρωτάω τι έγινε και μαθαίνω ότι την δάγκωσε ο Μπισλάνης ένα πρωί στο καΐκι πηγαίνοντας στο γύρισμα.

-“Γιατί αυτό ρε Δημήτρη; Τί σου έκανε το κορίτσι;”

-“Τον πειράξανε οι φουσκοδεντριές” λέει η Ζέτα γελώντας. “Τι να ; Άμα έχουμε σερνικά σαν τον Δημήτρη, να περιμένουμε τα χειρότερα”. Το απόγευμα, μετά το γύρισμα παίρνω τα αρνητικά και πίσω στην Αθήνα……

Το «Κάτι να καίει» και το «Αμόκ» τελειώνουν, μαζί και το 1963. Εδώ για όσους δεν ξέρουν ή δεν θυμούνται, μια πληροφορία : το «Αμόκ», αυτή η ομολογουμένως εξαιρετική ταινία τέχνης, στο ελληνικό κοινό δεν είχε καμιά εμπορική επιτυχία.  Ο Φίνος για να την ξεφορτωθεί την πούλησε σε ευτελές ποσό σε κάποιον ξένο πράκτορα, και απ’ ότι μάθαμε, παιζόταν στην Ιαπωνία επί δύο συνεχή χρόνια.” (Πηγή : Finos Film 1939 – 1977, Μάρκος Ζέρβας, Γιάννης Ζέρβας, Αθήνα, 2003)

Στη φωτογραφία “Σκηνή από την ταινία”.

Δημοσιεύθηκε στη Η μουσική, τα σινεμά και το ερασιτεχνικό θέατρο στην Άρτα | Σχολιάστε

Το Γεφύρι της Άρτας στις αρχές του 20 αιώνα

Φωτοκάρτα από οίκο δημοπρασιών.

Δημοσιεύθηκε στη Το Γεφύρι της Άρτας και ο Άραχθος Ποταμός | Σχολιάστε

Η Παναγία η Παρηγορήτισσα σε χαλκογραφία του Λυκούργου Κογεβίνα – Δεκαετία 1920-30

Ο ζωγράφος και χαράκτης Λυκούργος Κογεβίνας θεωρείται ως ένας από τους πρωτοπόρους Έλληνες στην τέχνη της χαλκογραφίας. Γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1887. Από το 1903 έως το 1908 σπούδασε ζωγραφική στην Ακαδημία του Παρισιού. Το 1908 γύρισε στην Ελλάδα για το στρατιωτικό του και το 1909 παρουσίασε έκθεση του σε αίθουσα του Ζαππείου. Μετά από μια διετή περιπλάνηση σε Μόναχο και Παρίσι, ο Κογεβίνας επέστρεψε για να πολεμήσει ως έφεδρος υπολοχαγός, στους Βαλκανικούς Πολέμους. Χωρίς να χάσει την επαφή του με την Κέρκυρα, από το 1915 έως το 1819 δημοσίευσε χαρακτικά του στο περιοδικό Κερκυραϊκή Ανθολογία που εξέδιδαν ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης και ο κύκλος του. Το 1916 παρουσίασε στην αίθουσα Παρνασσός μια μεγάλη ατομική έκθεση και ένα χρόνο αργότερα συμμετείχε ως εθελοντής στις πολεμικές επιχειρήσεις στη Βόρειο Ήπειρο φιλοτεχνώντας αρκετά έργα με πολεμικά θέματα. Το 1919 έφυγε ξανά για το Παρίσι με την δεύτερη γυναίκα του, Μικέττα Αβέρωφ. Έως το 1931 εργάστηκε ως εικονογράφος βιβλίων και αρκετών λευκωμάτων. Από εκείνη την χρονιά και έως και το θάνατό του (1940) διέμενε μόνιμα στην Αθήνα. Παρουσίασε έργα του σε αρκετές εκθέσεις, ατομικές και συλλογικές. Την περίοδο του Μεσοπολέμου δημιούργησε αρκετά λευκώματα υψηλής τεχνικής και αισθητικής.

Η Παρηγορήτισσα σε πιο λεπτομερές πλάνο.


Η χαλκογραφία σε πιο λεπτομερές πλάνο από το Λεύκωμα του Λ. Κογεβίνα “La Grèce byzantine et franque (ελληνικός τίτλος: Βυζαντινή και Φράγκικη Ελλάδα“, Paris: L’Art Grec, 1927

Το εξώφυλλο του Λευκώματος

Δημοσιεύθηκε στη Χάρτες, χαρακτικά και γκραβούρες | Σχολιάστε

Πως γυρίστηκε η ταινία του Ν. Δημόπουλου ΑΜΟΚ στον Αμβρακικό (3)

“…….Μέσα Ιουνίου φορτώνω ηθοποιούς για Κορωνησία, Φλωρέττα Ζάνα, Ζώρα Τσάπελη, Λευτέρη Βουρνά, Τάκη Εμμανουήλ, Σπύρο Καλογήρου, Δημήτρη Μπισλάνη, Άννα Βενέτη, Νίκη Τριανταφύλλου, Ζέτα Αποστόλου και καμιά δεκαριά κορίτσια, συνεργείο με διευθυντή φωτογραφίας τον Νίκο Καβουκίδη, μηχανές εικόνας – ήχου, γεννήτρια, φωτιστικά σώματα. Αφήνω αντικαταστάτη μου τον Παντελή Βούλγαρη. Πάω μαζί με το συνεργείο, τους εγκαθιστώ σε κάτι ετοιμόρροπα κρεββάτια με στρώματα από τζίβα και με τις σανίδες από κάτω να σου τρυπάνε τα πλευρά. Το πρωί στη γνωστή μας ταβέρνα για πρωινό, όλοι παραπονιούνται για την άσχημη νύχτα που περάσανε. Φωνάζουν όλοι μαζί κι εγώ κλείνω τα αυτιά μου, γιατί ξέρω τι λένε. Κι εγώ το  ίδιο κοιμήθηκα, όπως κι αυτοί, ή και χειρότερα. Η σωστή λέξη είναι ξαγρύπνησα.

-“Παιδιά άδικα φωνάζετε. Οι πρώτες μια-δυο νύχτες είναι δύσκολες”.

Ο Τσαπέλης πετάγεται.

-“Μετά θα πάμε σε ξενοδοχείο;”

-“Όχι, θα συνηθίσετε”.

Όλοι πέφτουν απάνω μου και με καρπαζώνουν.

-“Σιγά, ρε παιδιά, δεν φταίω εγώ, ο Δημόπουλος”.

-“Ο Δημόπουλος;” Όλοι αφήνουν εμένα και γυρίζουν στον Ντίνο.

-“Ντινάκο”, λέει η Φλωρέττα, “έτσι είπαμε;”

-“Όχι, δεν είπαμε έτσι παιδιά. Εγώ σας υποσχέθηκα ότι θα σας κάνω ταινία τέχνης, δεν είπα που θα κοιμηθούμε. Εγώ μόνο σκη-νο-θέ-της είμαι. Αν δεν κάνω στο αποτέλεσμα ότι υποσχέθηκα, τότε βαράτε. Για όλα τ’ άλλα, η παραγωγή”. Και δείχνει εμένα.

-“Μάρκο, δεν μπορούμε να μένουμε στην Πρέβεζα;”

-“Όχι παιδιά, γιατί το πηγαινέλα στη Βουβάλα θέλει περισσότερο από δύο ώρες, και άμα θέλουμε τρεις με τέσσερις ώρες διαδρομές και φαγητό, θα μας βρει ο χειμώνας. Τώρα, ας μη χάνουμε καιρό. Μπείτε στο καΐκι να πάμε στον τόπο του γυρίσματος, κι εγώ θα δω τί θα κάνω με τα κρεββάτια σας”.

-“Ναι ρε φίλε. Κάν’το σε παρακαλούμε, γιατί αν δεν ξεκουραζόμαστε τη νύχτα στον ύπνο, τη μέρα στο γύρισμα θα είμαστε όχι λιώμα, αλλά λιωμένα σκατά”, λέει ο Λευτέρης ο Βουρνάς με βαμμένο κατάξανθο κεφάλι. Έτσι φαντάστηκε δεν ξέρω ποιος, τους Γερμανούς. Εγώ έφαγα μια κατοχή με το κουτάλι, που λένε, κι έναν Γερμανό τόσο ξανθό δεν είδα.

Ο Λευτέρης Βουρνάς σαν Γερμανός

-“Το υπόσχομαι”. Λέω στον καϊκτσή να γυρίσει να με πάρει και ζητάω να κάνω ένα τηλεφώνημα στην Αθήνα. Ο ταβερνιάρης μου λέει ότι κατευθείαν Αθήνα από ‘δω δεν μπορούμε να πάρουμε.

-“Μη μου πεις”.

-“Σου λέω”.

-“Και δηλαδή, αυτό το καβουρντιστήρι εδώ τί το θέλετε;”

-“Μ’ αυτό παίρνουμε στην Πατουλιά το τηλεφωνικό κέντρο κι αυτοί παίρνουν Αθήνα και λένε την παραγγελία που θέλουμε. Μιλάνε με Αθήνα, μας παίρνουνε από το κέντρο και μας λένε τι είπε η Αθήνα”.

-“Μη μου πεις;”

– “Τόση ώρα τι κάνω, σου λέω, δεν σου λέω;”

-“Δηλαδή μιλάμε με ενδιάμεσο;”

-“Ναιιιι”.

-“Για να δούμε, για πάρε Πατουλιά”.

Σηκώνει το ακουστικό, γυρίζει τη μανιβέλα του μανιατό και αρχίζει να φωνάζει:

-“Έλα, έλα Πατουλιά, Πατουλιά, έλα ρε, που πήγατε, για καφέ ρε κωλόπαιδα; Έλα, έλα Πατουλιά, εδώ Κορωνησία ρε. Ρεεεε, που είσαστε ρεεεεε;” Κλείνει θυμωμένος.

-‘Τίποτα. Την κοπανήσανε τα γομάρια, θα τους ξανακαλέσω αργότερα και θα τ’ ακούσουνε απ’ την καλή, γαμώ το σπίτι τους”.

Κατάλαβα. Εξοριστήκαμε για τα καλά. Βγαίνω έξω, το καΐκι ούτε που φαίνεται και η ώρα είναι δέκα. Ρωτάω :

-“Τί θα τους ταΐσουμε το μεσημέρι;”

-“Ψάρια” ακούω.

-“Άσε τα ψάρια. Κιμά έχεις;”

-“Μαρίαααα, έχουμε κιμά για τριάντα ανθρώπους;”

-“Έχουμε”, ακούγεται από το βάθος.

-“Έχουμε”.

-“Κάντε κεφτέδες. Τυρί, ψωμί, ντομάτες έχετε;”

-“Μαρίαααα τυρί, ψωμί, ντομάτες έχουμε;”

-“Θα βρω”, ξανακούγεται η Μαρία.

-“Θα βρει”.

-“Ωραία. Εγώ θα πεταχτώ ως την Πρέβεζα, και στη μία και μισή το μεσημέρι  επιστρέφω και παίρνω το φαγητό. Εντάξει;”

-“Όπως το ‘πε η Μαρία”….” (συνεχίζεται….) (Πηγή : Finos Film 1939 – 1977, Μάρκος Ζέρβας, Γιάννης Ζέρβας, Αθήνα, 2003)

Σκηνή από το ξερονήσι Βουβάλα, όπου γυρίστηκε η ταινία

Μπορείτε να δείτε περισσότερες φωτογραφίες από την ταινία στο λινκ της imdb

https://m.imdb.com/title/tt0058903/mediaviewer/rm353219841/

Δημοσιεύθηκε στη Η μουσική, τα σινεμά και το ερασιτεχνικό θέατρο στην Άρτα | Σχολιάστε

1961 – Μπαλαδόροι στο Γυμνάσιο

Από αριστερά : Χριστόφορος Δημόπουλος (Άλμα εις μήκος),Γ. Αναστασόπουλος ( Εμπορική Τράπεζα, Σφαίρα), Γ. Μήλιος (Ιατρός), Χρ. Κωσταντής (Επαγγελματίας, Άλμα επί κοντώ), Βασιλ. Λάκκας, Λάκης Τζουρμανάς, Ευάγγελος Γεωργούλας (ο θρυλικός ΤΡΟΥΜΑΝ), Ιωάννης Τάτσης (Τριπλούν)

Κάτω : Κώστας Τσακανίκας (Σχολή Ευελπίδων), Χρ. Στρεβίνας (Α.Σ.Ο.Ε.Ε.), Φώτης Ευσταθίου (από Γλυκόριζο, Σκόρερ Αναγέννησης), Κων/νος Καραμήτσος (Στρατηγός Π/Β), Ιωάννης Κ. Βασιλείου (Δάσκαλος, Διευθυντής Α/θμιας)

(Φωτο από αρχείο Ι. Βασιλείου, Παρουσίαση Κ. Μπανιάς)

Δημοσιεύθηκε στη Αθλητικές Εκδηλώσεις | Σχολιάστε

Βασίλης Τσολιάς – Ο πρώτος κινηματογραφιστής

Βασίλης Τσολιάς : Ο κινηματογραφιστής που άφησε εποχή στην Άρτα ιδρύοντας τον πρώτο κινηματογράφο της πόλης με το όνομα “ΟΡΦΕΑΣ”, εδώ με τον φίλο του Λεωνίδα Βλάχο. (Φωτο από αρχείο Τάκη Ζαρκαλή)

Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα στο λινκ https://doxesdespotatou.com/orfeas-o-protos…/

Δημοσιεύθηκε στη Η μουσική, τα σινεμά και το ερασιτεχνικό θέατρο στην Άρτα | Σχολιάστε

Πως γυρίστηκε η ταινία του Ν. Δημόπουλου ΑΜΟΚ στον Αμβρακικό (2)

“……..Αράζουμε σε μια αμμουδερή, γεμάτη κοχύλια διαφόρων μεγεθών και χρωμάτων. Πηδάμε από το καΐκι στη στεριά και προχωράμε. Οι αλλαγές του τοπίου είναι φανταστικές. Σε κάθε στροφή του κεφαλιού σου αντικρίζεις μια άλλη εικόνα, έναν άλλο πίνακα μεγάλου ζωγράφου. Τα χρώματα της παρθένας άγριας φύσης εναλλάσσονται και μπερδεύονται μεταξύ τους, από το σκούρο πράσινο ως το στεγνό καφέ ενώ τα ξερά κλαδιά, που ξεφυτρώνουν ανάμεσά τους, ασπρισμένα από τον αέρα και την αρμύρα της θάλασσας, μου φτιάχνουν την ψυχολογία. Ο καϊκτσής, που έχει κατέβει  μαζί μας, μας περιγράφει τα απάτητα σημεία. “’Κει παν’, στην καμπούρα της Βουβάλας ζάνε αγριοπερίστερα. Απ’ την άλλη μεριά κατά το νοτιά, φωλιάζουνε χελώνες και αφήνουνε τ’ αυγά τους στην καυτή άμμο. Κατά τον βοριά υπάρχει μια λίμνη συνέχεια με τη θάλασσα, που δεν την πιάνουν οι καιροί κι εκεί μπαίνουν τα ψάρια και γεννάνε. Κάτι σαν φυσικό διβάρι. Αν έχετε ώρα, κάνουμε μια βόλτα με το καΐκι και τα βλέπετε”.

-“Όχι, καλύτερα να πάμε, πως το ‘πες; Στην Κορωνησία, να βάλουμε κάτι στο στομάχι μας, και να δούμε αν εκεί μπορεί να μείνει και να φάει ο κόσμος μας, αν πρόκειται να γυριστεί εδώ ή ταινία”.

-“Εδώ, εδώ”, πετάγεται ο Δημόπουλος. “Θα γίνει μια δουλειά φανταστική. Σ’ το υπόσχομαι. Πουθενά δεν θα βρούμε καλύτερα. Θα ξεκινήσουμε κάπου στα μέσα Ιουλίου, που οι καιροί είναι σίγουροι”.

Τον ακούω και αναρωτιέμαι, με το “Αμόκ” στον Αμβρακικό κόλπο και το “Κάτι να καίει” στη Θεσσαλονίκη, πως διάολο θα είμαι κι εδώ, κι εκεί. Μοιάζει τελείως τρελό. Κρατάω το συλλογισμό μου για μένα, ελπίζοντας ότι αυτό το ψαρονήσι με τα λίγα σπιτάκια ίσως να μη μπορεί να καλύψει για ύπνο καμιά τριανταριά ανθρώπους. Να πηγαινοέρχονται στην Πρέβεζα, διαδρομές, ξενοδοχεία κτλ. το βρίσκω ασύμφορο.

Στην Κορωνησία και στο μοναδικό καφενείο-ταβερνάκι, μερικοί Κορωνησιώτες στα τραπεζάκια πίνουν τον καφέ τους, το ουζάκι τους και μας κοιτάνε σαν να πέσαμε από τον ουρανό. Τους χαιρετάμε.

-“Γειά σας”.

-“Καλώς τους, ξένοι από την Πρέβεζα για βόλτα;”

-“Ξένοι απ’ την Αθήνα”.

-“Μπα!”

Ο ταβερνιάρης μόλις μας είδε ετοιμάζει τραπεζάκι στη σκιά, ξεσκονίζει τις καρέκλες.

-“Ελάτε, καλώς τους, καθίστε”.

-“Καπετάνιο, υπάρχει κάτι να τσιμπήσουμε;”

-“Ψαράκι που μυρίζει θάλασσα’.

-“Εδώ όλα μυρίζουν θάλασσα, ακόμα και το χώμα. Ρίχ’τα στο τηγάνι κι έλα να σε ρωτήσουμε κάτι που θέλουμε να μας πεις”.

-“Αμέσως, έφτασε. Εσείς ρωτάτε, κι εγώ απαντάω. Μαρία, το τηγάνι στη φωτιά με λαδάκι από το μπουκάλι”.

Φέρνει τέσσερα ποτήρια, μια μισή με κρασί, ένα πιάτο χταποδάκι λιαστό και κάθεται.

-“Όσο να γίνουν τα ψαράκια ακούω”.

Του λέμε ποιοι είμαστε, τι δουλειά κάνουμε, γιατί ήρθαμε εδώ, κι ακόμα αν στα σπίτια  υπάρχουν διαθέσιμα κρεββάτια να κοιμάται ο κόσμος κι αν μπορούν να τρώνε στο μαγαζί πρωί- μεσημέρι -βράδυ. Του λέμε πως το μεσημεριανό θα  ‘ρχεται να το παίρνει σε πακέτα ο φίλος μας απ’ εδώ με το καΐκι του, επειδή θα δουλεύουμε απέναντι στη Βουβάλα. Σκέφτεται για λίγο.

-“Πολύς κόσμος;”

-“Καμιά τριανταριά, πάνω-κάτω”.

-“Από μάσα θα τα βολέψουμε. Για κρεββάτια, εκτός από τα τρία σε μένα, για τα υπόλοιπα να ρωτήσω”.

Σηκώνεται όρθιος κι απευθύνεται στις παρέες.

-“Παιδιά οι κύριοι από ‘δω είναι ηθοποιοί, θέλουν να κάνουν εδώ, στη Βουβάλα δηλαδή, κινηματογράφο και ζητάνε αν υπάρχουν κρεββάτια στο χωριό για να κοιμούνται, καμιά εικοσπενταριά δηλαδή, και με το αζημίωτο. Τί λέτε; Να πούμε ναι; Εγώ δίνω τρία”.

-“Κι εγώ δύο” φωνάζουν κάποιοι. “Εγώ ένα” ο άλλος. “Εγώ τρία” ο τρίτος και τελικά όλοι από κάποια μπορούν να διαθέσουν.

-“Έγινε, ελάτε εσείς και κανείς δεν θα κοιμηθεί στην καρέκλα”. Η ταβερνιάρισσα, μια γεμάτη γυναίκα με καλοσυνάτο πρόσωπο, φέρνει τα ψάρια, ο Δημόπουλος φοράει το ευτυχισμένο του χαμόγελο κι εγώ λέω από μέσα μου : “Γαμώτο”.

Ρεπεράζ Αθήνα – Πρέβεζα, Πρέβεζα με καΐκι στα μισά του Αμβρακικού κόλπου- Βουβάλα, Βουβάλα – Κορωνησία, Κορωνησία- Πρέβεζα και επιστροφή στην Αθήνα την ίδια μέρα δεν έχει ξαναγίνει, ή τουλάχιστον εμένα δεν μου έχει ξανατύχει. Τρέμω στη σκέψη μήπως χρειαστεί  αυτό το σημερινό να ξανασυμβεί παράλληλα με τη Θεσσαλονίκη….” (συνεχίζεται) (Πηγή : Finos Film 1939 – 1977, Μάρκος Ζέρβας, Γιάννης Ζέρβας, Αθήνα, 2003)

Η ταινία, “Αμόκ” μεταγλωττίστηκε σε πολλές γλώσσες. Η ταινία παιζόταν στις αίθουσες στην Ιαπωνία επί δύο συνεχή χρόνια και στη Νέα Υόρκη, για 14 εβδομάδες. Στη φωτογραφία η αφίσα της ταινίας ΑΜΟΚ στην Ιαπωνία.

Δημοσιεύθηκε στη Η μουσική, τα σινεμά και το ερασιτεχνικό θέατρο στην Άρτα | Σχολιάστε

ΑΕΤΟΣ – 1954

Σπ. Μπαρτζώκας, Άρης Γαλανός (τεχνικός, Επιθεωρητής Φ.Α.), Γεωρ. Π. Μανόπουλος (Α.Σ.Ο.Ε.Ε.), Στέφ. Μπόμπολης, Βασ. Φίλος, Λάκης Καραβασίλης, Ν. Τζαχρήστας, Γ. Ιωάννου, Κων/νος Κεφάλας (ναύτης), Ι. Παπαγιάννης, Ιωαν. Η. Παπανικολάου, Νίκος Σπανός, Ξεν. Λυγούρας, Κων. Μπλάτσας, Κων. Γουνόπουλος.

Κάτω δεξιά : Ιωαν. Γκοργόλης, Κων. Κεφάλας(Μουστάκας), Σπ. Σταυρόπουλος, Χριστοδ. Κεφάλας, Γεώργιος Κεφάλας, Θωμάς Κώνστας, Κων/νος Τσιλιγιάννης (Νομικός), Χρ. Παπαρούνης. (Φωτο & Παρουσίαση Κ. Μπανιάς)

Δημοσιεύθηκε στη Η ομάδα του Αετού | Σχολιάστε