1929 : ΟΤΑΝ ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ ΚΙΝΔΥΝΕΨΕ ΜΕ ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΗ

———————–
“Από χρόνια είχε γεννηθεί το ζήτημα της συντήρησης του Γεφυριού. Μερικοί έρριξαν την ιδέα το 1929 να κατεδαφιστή το παλιό ετοιμόρροπο Γεφύρι και στη θέση του να χτιστή ένα άλλο συγχρονισμένο (με τσιμέντο και σίδερα). Αλλά η αντίδραση κι η αγανάκτηση των λογίων μας και των φιλοτέχνων σταμάτησαν τότε τη βέβηλη προσπάθεια. Ο Γιάννης Παπαβασιλείου, διευθυντής τότε του Ηπειρωτικού Βήματος της Άρτας και σήμερα Δήμαρχος της πόλεως αυτής ύψωσε μεταξύ των πρώτων φωνή διαμαρτυρίας και ζήτησε τη διαφύλαξή του σαν πολύτιμου ιστορικού κειμηλίου. Ο Παλαμάς, συγκινημένος από το δημοσίευμα του κ. Παπαβασιλείου τούστειλε ένα συγχαρητήριο γράμμα….
«Φίλε κύριε Παπαβασιλείου,
Πολλές φορές με θυμήθηκες στο Ηπειρωτικόν βήμα και με όλο το λυρισμό της καλωσύνης σου και δεν κατώρθωσα να σου δώσω σημεία ζωής. Τώρα σου εύχομαι κι εγώ ευτυχισμένο το 1930 και στο “Ηπειρ. Βήμα” αποκρίνομαι με τα εγκαρδιώτερά μου ευχητήρια ζωής ορθής και μακρόβιας. Είναι λίγος καιρός, νομίζω, που έβλεπα κάποιο σου αγώνα, για να περισωθή ένα σας λείψανο παλαιικό. Και σε χειροκρότησα. Της Άρτας το γιοφύρι είναι λαϊκό αριστούργημα , σαν ένα κομμάτι από ραψωδία Ομηρική. Και είναι για να το εκμεταλλεύεται ποίση και μουσική μας όσο υπάρχουν. Αν το λείψανο που αγωνίστηκες να γλυτώσης – άσχετο από κάποια πρακτική ωφελημοθηρία – σχετίζεται με το θρυλικό αυτό θησαυρό, σου πρέπει στεφάνι. 19 – 1 – 1930. Κωστής Παλαμάς»
Η αυθεντική αυτή συνηγορία μαρτυρεί το ανώτερο ήθος του Παλαμά σαν σκεπτόμενου ανθρώπου, που καταδεχόνταν από την υψηλή σκοπιά του να παρακολουθή με τέλεια ενημερότητα τα πνευματικά ζητήματα της επαρχίας. Ενώ μερικοί από τους σημερινούς μας πνευματικούς ταγούς, ομφαλοσκόποι και εγωκεντρικοί, κλείστηκαν στο καβούκι τους και περιώρισαν την Ελλάδα στην πρωτεύουσα. Τους αρκεί να καλλιεργούν τις λόξες των εν ονόματι της «Νέας Τέχνης» και να αλληλολιβανίζονται. O tempora, o mores……”
(Πηγή : Άρθρο του Γ. Ι. Παπαγεωργίου στην ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ, τχ. 32, 1954)

Στη φωτογραφία “ΤΟ ΓΙΟΦΥΡΙ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ” σε σκίτσο του Κ. Παπαφωτίου στο ίδιο έντυπο.

Δημοσιεύθηκε στη Το Γεφύρι της Άρτας και ο Άραχθος Ποταμός | Σχολιάστε

1958 : ΚΟΡΥΦΑΙΟΙ ΑΘΛΗΤΕΣ

————————-
Από αριστερά : Θωμάς Σακκάς (Φυσικός – 1ος στο μήκος), Νίκος Βαδιβούλης (Μαθηματικός – 2ος στο Eπί Kοντώ, με 3,25 στους Πανελλήνιους Σχολικούς Αγώνες το 1958), Άρης Γαλανός (Γενικός Επιθεωρητής Φ.Α.), Σπύρος Γατζίας (Βαλκανιονίκης των 400 μ.- Εκλέκτορας της Εθνικής Στίβου 1965-1995, Καθηγητής των Τ.Ε.Φ.Α.Α.) και Σπύρος Βάγιας (Ποινικολόγος, 1ος στο Ύψος, Αδελφός του Δημάρχου Αρταίων Κ. Βάγια).
(Φωτω & Παρουσίαση Κ. Μπανιάς)

Δημοσιεύθηκε στη Αθλητικές Εκδηλώσεις | Σχολιάστε

ΤΟ ΚΛΑΡΙΝΟ (1)

“Το μουσικό όργανο με το οποίο θα ταυτιστεί η μουσική της Ηπείρου είναι το κλαρίνο. Θα εμφανιστεί στην περιοχή μετά την τρίτη δεκαετία του 19ου αιώνα. Για την εισαγωγή του κλαρίνου οι απόψεις διίστανται. Ορισμένοι υποστηρίζουν πως ήρθε με τις οθωμανικές στρατιωτικές μπάντες, ενώ άλλοι πως ήρθε μέσω Ιταλίας. Αν και οι δύο απόψεις προτείνουν περίπου τον ίδιο χρόνο άφιξης στην περιοχή, η πρώτη φαίνεται πιο αξιόπιστη, καθώς κάτι ανάλογο συνέβη σε πολλές όμορες χώρες της νότιας Βαλκανικής, όπως μαρτυρούν σχετικές μελέτες. Σε κάθε περίπτωση, το πιο σημαντικό δεν είναι πότε και από ποιούς εισήχθη το όργανο στην περιοχή, αλλά το γεγονός ότι το «ευγενές» αυτό όργανο των «κλειστών χώρων» που ήρθε από την «πολιτισμένη» δυτική Ευρώπη, κουβαλώντας ένα ρεπερτόριο εμβατηρίων, ρίζωσε στην Ήπειρο και κατέλαβε σχεδόν αμέσως την πρώτη θέση στην τοπική ορχήστρα. Η προσαρμογή του στο τοπικό ρεπερτόριο είναι γρήγορη και δυναμική…….”
(Πηγή : ΜΟΥΣΙΚΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ, , Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων,2008)

Στη φωτογραφία “Aποθησαυρίζεται εδώ μια σπάνια σύνθεση οργανοπαιχτών την εποχή της Τουρκοκρατίας με 3 κλαρίνα, 3 βιολιά, 2 λαβούτα και 2 ντέφια. Ένδειξη από τη συλλογή Χρ. Καλλίδη”
(Eπιμέλεια Γ. Γάγαλη, ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, τχ. 177,1991) )

Δημοσιεύθηκε στη Η μουσική, τα σινεμά και το ερασιτεχνικό θέατρο στην Άρτα | Σχολιάστε

Ναυσικά Παπακώστα – Σπαή

1937 : Η μικρούλα Ναυσικά Παπακώστα – Σπαή στο άλογο του πατέρα της Χρήστου Παπακώστα, στα Γιάννενα.
(Φωτο από αρχείο Οικ. Παπακώστα)

Δημοσιεύθηκε στη Αρτινά Πρόσωπα και Παρέες | Σχολιάστε

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ’41 ΣΤΗ ΧΩΣΕΨΗ

———————-
“Το 1941, το καλοκαίρι, αρρωσταίνω από ελονοσία. Φάρμακα δεν υπήρχαν, φαγητό δεν είχαμε. Ήμασταν μεγάλη οικογένεια και δεν μας έφτανε ούτε το στάρι, ούτε το καλαμπόκι που είχαμε μαζέψει. Δανείζονταν η μάνα μου κι ο πατέρας μου από άλλους που είχαν 3-4 οκάδες και το φτιάχναμε κουρκούτι.
Απ’ το σπίτι μας βλέπαμε το στρατό που έφευγε πεζοπορία με κατεύθυνση προς τη Θεσσαλία, μέσω Βουργαρελίου. Μια μέρα μπήκε ένας φαντάρος στο σπίτι και ζήτησε να πιεί νερό. Εμένα με χόρευε ο πυρετός. Μου ρίξανε δυο κουβέρτες μάλλινες – τσόλια – και ο πατέρας μου κάθισε πάνω μου γιατί με πέταγε ο πυρετός ψηλά σαν να είχα ελατήριο! Με βλέπει ο φαντάρος και λέει σιγανά :
-Βρε το παιδί θα πεθάνει! Δεν είναι κανένας γιατρός εδώ κοντά;
-Μπα, που να βρεις γιατρό τώρα , λέει ο πατέρας μου, και τον ρωτάει
-Από που είσαι;
-Απ’ τη Θεσσαλονίκη.
-Τί δουλειά έκανες πριν το στρατό;
-Κουρέας.
-Κι εγώ, λέει ο πατέρας μου, κάνω αυτή τη δουλειά. Ξυλουργός είμαι αλλά κουρεύω κιόλας και ξυρίζω.
Τοτε ο φαντάρος βγάζει τη ζωστήρα τη στρατιωτική που φορούσε και του λέει :
-Πάρτην αυτή να τη φτιάξεις, να τροχίζεις το ξυράφι σου.
-Κάτσε παιδί μου απόψε εδώ να ξεκουραστείς, να φας και κάτι και φεύγεις αύριο του λέει ο πατέρας μου.
-Πού να κάτσω, έχεις το παιδί άρρωστο!
-Έλα κάτσε, χωράς κι εσύ…
Και φωνάζει τη μάνα μου να σφάξει την κότα «να φάει ο φαντάρος και να πιεί και λίγο ζωμό το παιδί που είναι άρρωστο».
Έμεινε ο φαντάρος, έφαγε, κοιμήθηκε και του κράτησε κι ένα κομμάτι κότα η μάνα μου να το πάρει μαζί του. Το πρωί που σηκώθηκε μας ευχαρίστησε και πριν μας αποχαιρετήσει με πλησιάζει κοντά-κοντά και βγάζει μέσα από την χλαίνη ένα περίστροφο ιταλικό, με δυο ταινίες, από δέκα σφαίρες η κάθε μια και μου λέει :
-Αυτό να το πάρεις και να το κρύψεις, μπορεί να σου χρειαστεί στην πoρεία. Εσύ θα γίνεις καλά και θα κάνεις δουλειά καλή.
Το άκουσε ο πατέρας μου και ανησύχησε
-Τί του δίνεις βρε φαντάρε πιστόλι του παιδιού, τί να το κάνει αυτός;
-Σου ζητώ χάρη μπάρμπα, να το φυλάξεις κι όταν γίνει καλά το παιδί να του το δώσεις……………
(Πηγή : ΟΣΑ ΕΠΕΖΗΣΑΝ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ, Χ. Νταβαντζής, Αθήνα, 2016)

Στη φωτογραφία “Στα βουνά πριν τα Γιάννενα επιστροφή των νικημένων Ελλήνων στα σπίτια τους / Pass vor Ioannina geschlagene griechische Armee geht nach Hause”
(Πηγή : Ομάδα Παλιές Φωτογραφίες Ελλάδος)

Δημοσιεύθηκε στη Η Άρτα στην κατοχή και την Αντίσταση | Σχολιάστε

Ηρωικώς πεσόντες…..

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΑΛΥΒΙΩΤΗΣ
——————-
Σμηναγός – Δεκαθλητής. Έπεσε στο Ελ – Αλαμέιν 1-4-1941. (Φωτο από αρχείο Κ. Μπανιά)

Δημοσιεύθηκε στη Η Άρτα στην κατοχή και την Αντίσταση | Σχολιάστε

“ΑΡΑΧΘΟΣ”, 1931

1931, ΙΟΥΝΙΟΣ : ΑΡΑΧΘΟΣ, η θρυλική ΠΑΝΕΡΓΑΤΙΚΗ.
Μπορείτε να διαβάσετε τα ονόματα των παικτών στο πρώτο σχόλιο.
(Φωτο & Παρουσίαση Κ. Μπανιάς)

Δημοσιεύθηκε στη Οι άλλες ομάδες | Σχολιάστε

ΚΟΥΔΟΥΝΟΤΡΥΠΑ ΚΟΡΥΤΙΑΝΗΣ

—————————
“Στό ορεινό ύψωμα Άη – Θανάσης υπάρχει μιά τρύπα στή γή πού τό στόμιό της είναι σχετικά μικρό 15— 20 έκ. Άπό τήν τρύπα αύτή βγαίνει ένας παράξενος ήχος· «Άκούγεται σά νά περνάει βαθειά, πολύ βαθειά, ποταμός ολόκληρος», λέει ό γέροντας ιερέας Βασ. Παπαζαχαρής. Λέν πώς τά πολύ παλιά τά χρόνια τό νερό τσ’ Κλίφκης έβγαινε έδώ ψ’λά. Κι μιά μέρα πνίγκ’καν μέσ’ σ’ αύτό τό νερό κι τά δυό βόδια μιας φτωχής πόκανε χωράφ’. Στρέγκλιασαν κι πνίκαν. Τότε αύτή ή γυναίκα καταράστκι το ποτάμ’ κι τούπε: «Νά γέν’ς άμουρο (νά εξαφανιστείς) άπουδώ». Κι άπό τότε τού ποτάμ’ στασάτσι κι βγαίν’ τό πολύ κατ’ στήν Κλίφκ’ κι λίγο στά Ραβένια. Αύτό τό νερό είναι π ’ άκούγεται τώρα στήν Κουδουνότρυπα. “Αμα ρίξεις μέσα ένα λιθάρ’ άκούγεται π’ γκυλάει τόν κατήφορο στό βάθος». Ό Κώστας ό Γερογιάννης άπό τήν Πλαίσια μέ διαβεβαιώνει πώς κυνηγώντας έδώ ψηλά, βρήκε λείψανα νερόμυλου κι ύποστηρίζει κι αυτός πώς έδώ έβγαινε τά παλιά χρόνια τό νερό τής Κλίφκης.
ΑΛΛΗ ΕΚΔΟΧΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΥΔΟΥΝΟΤΡΥΠΑ ΚΟΡΙΤΙΑΝΗΣ: Αφήγηση τού κ. Δημοσθένη Μπουκουβάλα άπό τήν Κυρύτιανη, όπως τή θυμάται άπό διηγήσεις του πατέρα του Γεωργίου Μπουκουβάλα. Σύμφωνα μ’ αύτή: «Δυο παιδιά άπό τά Πεστά τάστειλε ή μάννα τους νά μάσ’ν τά γελάδια άπό τό ποτάμι πούταν κατά τ’ μεριά τ’ Άη – Θανάσ’ τσ’ Κορύτιανς. Τά γελάδια όμως ήταν άπόπερα απ’ τό ποτάμ’ στό Κορυσνό τό μέρος. Τά παιδιά μπήκαν στό ποτάμ’ νά περάσν’ άπόπερα άλλά τά πήρε τό νερό κι πνίκαν κι τά δυό. . . Ή μάννα τσ’ κι ό πατέρας τά περίμεναν ώρες πολλές κι δέν έρχονταν. Τότε ή μάννα κίνσει μοναχή τσ’ νά πά νά βρει τά πιδιάτσ’. Φόντα έφτασι στού ποτάμ’ άγνάντευε κι είδε τά γελάδια άπόπερα άπ’ τό ποτάμ, στόν Κορυσνό τόν τόπο. Χαλεύ γιά τά παιδιά τσ’ τά φωνάζ’ μέ τά ονόματά τσ’ άλλά π ’θενά άπάντς. Φωνάζοντας πάαινε τόν κατήφορο όπως έρουε τό ποτάμ. ’Άξαφνα βλέπ’ τά παιδάκια τσ’ πνιγμένα κι τά δυό βγαλμένα σν’ άκρ’ . . . Τί γίνκι μή ρουτας. . . δυό παιδιά νά πνιγούν. . . ‘Ύστερα άπό 1— 2 μέρες ή μάννα πήρε δυό πουκάρια μαλλιά πρόβεια, πάει στό ποτάμ’ τ’ άφόρ’σι μέ τήν πονεμέν’ τήν ψ’χή τσ’ κι τούπε: Μωρέ έρμου κι άλαλου, μόφαες τά πιδιά μ’ . . . Νά χαθείς κι σ’ έρμουν τόπο νά πά νά βγεις. Τότε — λέν — έφ’γι όλο τό ποτάμ’, χάθ’κε κι πήγε καί βγήκε κάτ’ στήν Κλίφκ’, έκεί π’ δέ φαίνεται π ’θενά κι άπόμνει λίγο καί βγήκε στά Ραβένια, αύτό πούναι καί σήμερα. Άπό τ’ άλλο τό ποτάμ’ π’ χάθ’κι βγαίν’ κι λίγο μέ μικρή βρυσούλα πούναι στό ρίζωμα στόν πάτο άπό τό β’νό τ’ ‘Άη – Θανάσ’. Αύτό είναι νεύρο άπό τό χαμένο κι καταραμένο νερό»…….”( Πηγή : ΟΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑ ΚΑΤΣΑΝΟΧΩΡΙΑ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ, Α. Λαζάνης, Ηπειρωτική Εστία, τχ. 408-409-410, 1986)

Στη φωτογραφία του Α. Βερτόδουλου “Στην Κουδουνότρυπα Κατσανοχωρίων”. (Πηγή : ΛΕΥΚΩΜΑ ΗΠΕΙΡΟΣ, Α. Βερτόδουλος, Αθήνα-Γιάννινα, 1995)

Δημοσιεύθηκε στη Στο δρόμο προς το Ξηροβούνι | Σχολιάστε

TA ΚΑΤΣΑΝΟΧΩΡΙΑ

——————–
“Υπό το ειδικόν τούτο όνομα δηλούνται τα κατωτέρω εννέα χωριά : 1. Λοζέτσι, 2. Κοτόρτσι (αποτελούμενον παρ’ αυτού και του χωρίου Λάζανα), 3. Νίστορα, 4. Φορτόσι (αποτελούμενον παρ’ αυτού και του χωρίου Κοστίτσι), 5. Πάτερον, 6. Καλέντζι, 7, Πλέσσια, 8. Κορίτιανη και 9. Βαλτσιώρα, ων το βορειοδυτικότερον και μεγαλείτερον όλων, το Λοζέτσι, απέχον ως έγγιστα τετράωρον της πόλεως των Ιωαννίνων…………Η έκτασίς των, ούσα ανώμαλος και εν μέρει βραχώδης, διασχίζεται υπό δύο, παραλλήλων αλλήλοις, βουνών άτινα λίαν αποτόμως ανερχόμενα από της δεξιάς του Αράχθου όχθης βαίνουσιν απ’ ανατολών προς δυσμάς………. Εν τοις ανωτέρω εννέα χωρίοις οικούσι 2700 Έλληνες ορθόδοξοι, Κατσάνοι καλούμενοι, άπαντες την ελληνικήν λαλούντες γλώσσαν, εκτός των χάριν εμπορίου ή εργασίας εις Ελλάδα, Βλαχίαν ή Κωνσταντινούπολιν και αλλαχού εκπατριζομένων, οίτινες , προς κοινήν μόνον συννενόησιν, λαλούσι και ατελή τινα διάλεκτον, άνευ γραμμάτων. Ούτοι μεν ευρωπαικήν ενδυμασίαν φέρουσιν, οι δε παραμένοντες διαρκώς την εγχώριον ενδυμασίαν διατηρούσι, τρεφόμενοι, οι πλείστοι μεν δι’ αραβοσίτου ή κριθής μετά βρίζης, ολίγιστοι δε διά σίτου μετά κριθής και οικούντες εις λιθοκτίστους οικίας δια πλακών καλυπτομένας. Οι κάτοικοι μετέρχονται τον ράπτην εγχωρίων ενδυμάτων και γεωργόν, ευάριθμοι δε τον ανθρακοποιόν, τον λεπτουργόν, υλοτόμον και κτίστην. Εις άπαντα τα χωρία υπάρχουσι δημοτικά σχολεία αρρένων……..Εν τοις λειμώσι της εκτάσεως τρέφονται περί τας 15 χιλ. αιγοπρόβατα, ων τινα ανήκουσιν εις Σαρακατσάνους, οίτινες ενίοτε και ληστειών μετέχουσι, έτι δε και 200-300 κυψέλαι μελισσών…..” (Πηγή : ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟΝ ΗΠΕΙΡΟΥ, Ν. Θ. Σχινά, Εν Αθήναις,1987)

Στη φωτογραφία “Καταπληκτική θέα στον ποταμό Άραχθο από τον εξώστη της μονής Τσούκας, στα Κατσανοχώρια – δεκαετία ‘60” (Πηγή : ΛΕΥΚΩΜΑ ΗΠΕΙΡΟΣ, Α. Βερτόδουλος, Αθήνα-Γιάννινα, 1995) 

Δημοσιεύθηκε στη Στο δρόμο προς το Ξηροβούνι | Σχολιάστε

ΤΟ ΜΟΥΧΟΥΣΤΙ (Μ’ΧΟΥΣΤ’)

—————————–
“Ήταν ένας μεγάλος ελεύθερος χώρος. Μια αλάνα ανάμεσα στα σπίτια, λίγο πιο κάτω από την πλατεία Σκουφά κι απέναντι από το Γυμνάσιο Αρρένων. Σ’ αυτό τον ακάλυπτο χώρο μαζεύονταν από τα χαράματα οι εργάτες και οι εργάτριες π’ αναζητούσαν μεροκάματο στις γεωργικές ασχολίες όπως κόψιμο και κουβάλημα πορτοκαλιών, μανταρινιών, λεμονιών, μάζεμα ελιών, σκάψιμο, κλάδεμα κλπ. Εκεί λοιπόν στο “Μ’χουστ’”, ήταν το στέκι του εργατικού δυναμικού της Άρτας για τις αγροτικές δουλειές. Κι ήταν μέγα το πλήθος και σε καθημερινή βάση που συγκεντρώνονταν κι αναζητούσαν δουλειά στα δύσκολα εκείνα χρόνια! Κι οι πιότεροι εργάτες ήταν από τη φτωχή συνοικία του Καναρά*. Το μεγαλύτερο δράμα που παίζονταν σ’ αυτό το χώρο κάθε πρωινό ήταν στα χρόνια του εμφυλίου και λίγο μετά, με την μαζική κάθοδο των ορεινών κατοίκων στα αστικά κέντρα. Η εργατιά κατέκλυζε το “Μ’χουστ’” και η προσφορά και η ζήτησα εργασίας ήταν δυσανάλογη. Κι έβλεπες, θυμάμαι με ρίγος, γυναικούλες μεσόκοπες και ρυτιδωμένες, νεοφερμένες απ’ τα ορεινά χωριά, μ’ ένα σπαλέτο ριχμένο στην πλάτη απ’ το τσουχτερό κρύο που πάντα επικρατούσε να εκλιπαρούν με κλαψιάρικη φωνή τον έμπορο που διέσχιζε το πλήθος επιλέγοντας τους εργάτες με τα δικά του κριτήρια (γνωριμία, φιλία, ηλικία) : “Πάρε με κι εμένα μπάρμπα! Να κάνω σεφτέ στη δουλειά!”
Εκεί λοιπόν στήνονταν η εργατιά μέσ’ στη βροχή και την αφόρητη παγωνιά, ώρες ώσπου να ξεμυτήσει ο ήλιος, για να βρουν μια θέση στη λιακάδα! Και γέμιζε ο δρόμος μέχρι το γιοφύρι απ’ την εργατιά. Άλλοι πάνω σε φορτηγά κι άλλοι ποδαρόδρομο κατά ομάδες ώσπου χάνονταν μέσα στα κτήματα για ν’ αρχίσουν τη δουλειά. Οι άνδρες ανεβασμένοι στις σκάλες, να κόβουν πορτοκάλια και οι γυναίκες να κουβαλάνε. Η σκληρή δουλειά τέλειωνε όταν έσμιγε η μέρα με τη νύχτα! Κι εκείνες που μέναν χωρίς δουλειά ( συνήθως οι πιο ηλικιωμένες και οι άγνωστες στην πιάτσα), γύριζαν περίλυπες στο κονάκι και ξαμολυόνταν στο λόγγο για ξύλα ή για λίγη χλωρασιά για δυο μανάρες γίδες ή για λάχανα……”
*Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα για τον Καναρά στο λινκ : https://www.facebook.com/doxesagira…/posts/115340713868714

Στη φωτογραφία “Συσκευασία πορτοκαλιών από συνεργείο Θοδωριανιτισσών” από το αρχείο Πάνoυ Λάκκα
(Πηγή φωτογραφίας & σχολίου : ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΤΑ ΒΙΩΜΑΤΑ, Π. Σκουτέλας, Αθήνα, 2006) 

————-

“Δουλεύοντας στα πορτοκάλια – δεκαετία ’50” (Φωτο από αρχείο Ε. Μ.) 

Δημοσιεύθηκε στη Το εμπόριο στην Άρτα | Σχολιάστε