TA ΤΣΑΜΙΚΑ : ΕΘΝΙΚΟ ΕΝΔΥΜΑ – ΧΟΡΟΣ

“Το Τακίμι της αντρικής φορεσιάς, που φέρει το όνομα “Τσάμικα” αποτελείται από τα παρακάτω κομμάτια : Φέσι με φούντα, ποκάμισο φαρδομάνικο λευκό με σούρες στον ώμο, γελέκι κουμπωτό, πεσλί ανοιχτό με σχιστά κρεμασμένα μανίκια, φουστανέλλα πολύπτυχη (με σούφρες, δίπλες, πιέτες, λαγγιόλια) κοντή επάνω από τα γόνατα, οπότε ελέγετο “κλέφτικη” ή κάτω από τα γόνατα, η αστική, των πόλεων φουστανέλλα, που φορούσαν οι κοτζαμπάσηδες και οι λοιποί κάτοικοι της ήρεμης ζωής των πόλεων με αφάνταστη μεγαλοπρέπεια, αφού οι δίπλες της έφταναν έως τετρακόσιες και το φάρδος της τριάντα πήχες.
Την όλη αμφίεση συμπλήρωναν κάλτσες υφαντές ή “τύρκια” από τους μηρούς ως τους αστραγάλους και τσαρούχια πλεχτά. Η ανδρική αυτή φορεσιά ήταν γνωστή με το όνομα “Τσάμικα”. Κατά τη γνώμη μας (Μαμόπουλος, Ήπειρος) η φορεσιά έχει την καταγωγή της από την Ήπειρο, το χώρο που εντοπίζεται ανάμεσα ποταμού Σκούμπη και της Πρεβέζης. Εκεί εφορέθηκε, κυρίως στις περιφέρειες Χειμάρρας, Λιαμπουριάς και Τσαμουριάς Θεσπρωτίας, αδιακρίτως από Έλληνες και Αρβανίτες σαν κοινό ένδυμα της Ηπειρωτικής καταγωγής τους προ του εξισλαμισμού, σαν εξέλιξη του αρχαϊκού χιτώνα. Σε ηπειρωτικές εποικίσεις της νότιας Ελλάδος, δεν είναι μόνο οι τοπωνυμίες, τα πατρογονικά παρανόμια, οι ηπειρωτικές διάλεκτοι και τα έθιμα, μα και τα «τσάμικα» ή «κιάμικα» (ο ηπειρωτικός «τσιτακισμός» δύσκολα συνηθίζεται), που διαλαλούν τη μακρινή εστία….Ένα τραγούδι που τραγουδιόταν στην Ηλεία (Πανδώρα, τομ. Γ’, 1862), αναφέρεται στα Λαλόπουλα (τους γενίτσαρους του Λάλα)
Κίνησαν τα Λαλόπουλα,
Τα καπετανόπουλα
Και παν τον πέρα μαχαλά
Πουν’ τα κορίτσια μοναχά.
Τη στράτα που πηγαίνανε,
Τη σκάλα π’ ανεβαίνανε,
εκεί τα πιάνει μια βροχή,
μια σιγαλή, μια ταπεινή,
κι εβράχηκαν τα τσάμικα
και τα ψηλά πουκάμισα.
Μαζέψτε κιούπαις(τσιούπαις) χάλαλα,
Να πυρωθούν τα τσάμικα.

Κι ένα άλλο παλιό τραγούδι που τραγουδιέται στην περιοχή των Καλαβρύτων τελειώνει ως εξής :
-Τον άντρα που μου δώσανε κουφός και κασιδιάρης.
-Έλα να τους αφήσουμε τους παλιομασκαράδες,
Να πάρωμε απ’ τα Σουδενά, πούναι λεβεντοχώρι
Όπου φορούν τα τσάμικα και τα πλεχτά τσαρούχια………

«Τσάμε « στην ηπειρωτική διάλεκτο σημαίνει “φουστανέλλα”. Τσάμικος είναι ο χορός των φουστανελοφόρων τσάμιδων, που διεδόθη προ πολλών ετών στην προεπαναστατική Ελλάδα και εχορεύτηκε και χορεύεται ακόμη σαν χορός της Ελληνικής λεβεντιάς και δίνει χάρη στη φουστανέλλα καθώς εκείνη ανεμίζεται και κάνει τις γραφικές φουρλίγκες της. “Φουρλίγκα” ονομάζονταν το ανέμισμα, η αναδίπλωση που κάνουν τα λαγγιόλια (οι δίπλες, οι σούφρες) καθώς ο νέος χορεύει συστρεφόμενος. Είναι γνωστό το ανέκδοτο του Καραϊσκάκη, που καθώς εχόρευε, άθελά του, εσόκαρε – γράφε ντρόπιασε, πρόσβαλε – την εποχή εκείνη τον Μουχτάρ, το γιό τ’ Αλή Πασιά, διότι η φουρλίγκα ήταν γερή κι έκαμε να φαίνωνται τ’ αποκάτινά του. Παραπονούμενος τούτος κατέφυγε στον πατέρα του, που αντίθετα το βρήκε πολύ διασκεδαστικό κι εζήτησε από τον κατόπι στρατάρχη της Ελλάδας να το επαναλάβει μπροστά του, με τα λόγια : «Πω, ορέ Καραίσκο, πως τώκαμες, για καν’ το πάλι!».
(Πηγή : Άρθρο του Α.Χ. Μαμόπουλου, Ηπειρωτική Εταιρεία, τχ. 88, 1984)

Στη φωτογραφία του 1904, στην Κυψέλη Άρτας, ”χωριανοί φορώντας φουστανέλες, στην κάτω πλατεία με τις σκαμνιές, μπροστά από το σχολείο, την Τρίτη του Πάσχα, λίγο πριν το πανηγύρι που γινόνταν τότε σ΄αυτόν το χώρο”.
(Πηγή : Αρχείο Ευγενίας Γαλαζούλα, όπως δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα https://kypseliartas.gr/

Δημοσιεύθηκε στην Η μουσική, τα σινεμά και το ερασιτεχνικό θέατρο στην Άρτα. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *