Η δροσιά της πηγής, όπως την κράτησε ο φακός!

Η φωτογραφία φαίνεται πως τραβήχτηκε σε μια εκδρομή στα Τζουμέρκα, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’50, τότε που μια έξοδος στη φύση ήταν μικρή γιορτή από μόνη της. Ανάμεσα στην παρέα, διακρίνεται πίσω δεξιά η μητέρα μου, Αντιγόνη Μπαλάσκα, νέα ακόμη, σε μια σπάνια στιγμή ανάπαυλας. Η στάση τους δίπλα στην πηγή, με το νερό να κατεβαίνει καθάριο από την πλαγιά, αποτυπώνει εκείνη την απλότητα της εποχής· μια ομάδα ανθρώπων που σταμάτησε για λίγο στο δροσερό σημείο του δρόμου, όπως γινόταν τότε σε κάθε ορεινό μονοπάτι.

Το τοπίο, η πέτρα, το τρεχούμενο νερό και οι ήρεμες μορφές συνθέτουν μια εικόνα καθημερινής ομορφιάς, από αυτές που με τον χρόνο αποκτούν μεγαλύτερη αξία — όχι μόνο ως τεκμήρια μιας άλλης ζωής, αλλά και ως προσωπικά ίχνη μνήμης για όσους πορεύτηκαν στα βουνά των Τζουμέρκων. (Οικογενειακό αρχείο Α. Καρρά)

Δημοσιεύθηκε στη Τα Τζουμέρκα και τα χωριά τους | Σχολιάστε

Η επιστολή του Πέτρου Γαρουφαλιά προς κατοίκους της Δροσοπηγής (1962)

Παρουσίαση ενός τοπικού τεκμηρίου από την περίοδο της καλλιέργειας λυκίσκου στα Τζουμέρκα.

Κατά την περίοδο 1959–1962 εφαρμόστηκε στα Τζουμέρκα πρόγραμμα καλλιέργειας λυκίσκου, με επίκεντρο το Βουργαρέλι (τότε Δροσοπηγή). Το πρόγραμμα συνδέθηκε τόσο με κρατικές κατευθύνσεις όσο και με τη δραστηριοποίηση της ζυθοποιίας ΦΙΞ, η οποία εγκατέστησε στην περιοχή ξηραντήριο και προμήθευε το απαραίτητο τεχνικό υπόβαθρο.

Η καλλιέργεια αποδείχθηκε απαιτητική και συχνά προβληματική, γεγονός που οδήγησε σε παράπονα καλλιεργητών και εργατών σχετικά με τις συνθήκες, την αμοιβή και τη συνολική ωφέλεια για την τοπική κοινωνία. Σε αυτό το κλίμα, τον Ιούνιο του 1962, ο τότε βουλευτής Άρτας Πέτρος Γαρουφαλιάς απηύθυνε επιστολή προς κατοίκους της Δροσοπηγής, με σκοπό να αντικρούσει κατηγορίες που, όπως αναφέρει, τον είχαν θίξει προσωπικά αλλά και πολιτικά.

Η επιστολή αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνονταν τότε οι τοπικές κοινωνίες την εμπλοκή του κράτους, των εταιρειών και των πολιτικών στην αγροτική παραγωγή. Ο Γαρουφαλιάς υπερασπίζεται την καλλιέργεια του λυκίσκου, απορρίπτει τα παράπονα περί εκμετάλλευσης και ζημίας, και ζητά διευκρινίσεις να δημοσιευθούν στον Τύπο. Στο κείμενο υπάρχει επίσης αναφορά στην εκλογική συμπεριφορά των κατοίκων της Δροσοπηγής, στοιχείο που δείχνει το πολιτικό φορτίο της συζήτησης.

Η επιστολή, χωρίς να λύνει όλα τα ερωτήματα της εποχής, βοηθά στην αποτύπωση των αντιθέσεων που γεννήθηκαν γύρω από την καλλιέργεια του λυκίσκου στα Τζουμέρκα και αποτελεί χρήσιμο τεκμήριο για την τοπική ιστοριογραφία.

Επιπλέον Πληροφόρηση

Ακολουθεί το έγγραφο όπως διασώζεται (από το αρχείο Γεωργίου Σιούλα)

Δημοσιεύθηκε στη Τα Τζουμέρκα και τα χωριά τους | Σχολιάστε

👉 Ποδηλατικοί Αγώνες Άρτας (1925) – Το ρεπορτάζ του Ραδάμανθυς

(21 Ιουνίου 1925)

📦 Infobox Τεκμηρίου

  • Πηγή: Περιοδικό Ραδάμανθυς, τεύχος 1925
  • Συντάκτης ρεπορτάζ: Γ. Αλιβέρτης
  • Θέμα: Ποδηλατικοί Αγώνες Άρτης
  • Ημερομηνία γεγονότος: 21 Ιουνίου 1925
  • Περιοχή: Άρτα – Ήπειρος
  • Τύπος τεκμηρίου: Δημοσιογραφικό ρεπορτάζ Μεσοπολέμου

🟦 Περίληψη

Το ρεπορτάζ του 1925 παρουσιάζει με ζωντανό τρόπο τους ποδηλατικούς αγώνες της Άρτας, όπου πλήθος κατοίκων κατέκλυσε το ποδηλατοδρόμιο μετατρέποντας την εκδήλωση σε μια μεγάλη τοπική γιορτή. Περιγράφονται αγωνίσματα ταχύτητας, αντοχής και βραδύτητας, καθώς και εντυπωσιακές επιδείξεις δεξιοτεχνίας, που έδωσαν αξέχαστο χαρακτήρα στη διοργάνωση.

📘 Το περιοδικό Ραδάμανθυς

Το Ραδάμανθυς ήταν μια ελληνική εικονογραφημένη εγκυκλοπαιδική επιθεώρηση που κυκλοφόρησε στις αρχές του 20ού αιώνα. Ιδρύθηκε το 1916 από τον Ελευθέριο Ι. Παπαγιαννάκη και εξέδιδε τεύχη ποικίλης ύλης: κοινωνικά άρθρα, ιστορικές μελέτες, λογοτεχνία, ταξιδιωτικές ανταποκρίσεις, επιφυλλίδες και σημειώματα πολιτιστικού ενδιαφέροντος.

Αντιπροσώπευε το μοντέλο των μορφωτικών περιοδικών της εποχής, που στόχευαν σε ένα ευρύτερο καλλιεργημένο κοινό, συνδυάζοντας εγκυκλοπαιδική ενημέρωση με λογοτεχνική παραγωγή και εικονογραφημένο υλικό. Συνολικά, το Ραδάμανθυς εντάσσεται στον τύπο των μορφωτικών-πολιτιστικών περιοδικών που διαμόρφωσαν τον ελληνικό εκδοτικό χώρο του Μεσοπολέμου.


📰 Το ρεπορτάζ για τους Ποδηλατικούς Αγώνες της Άρτας (1925)

👥 Μαζική συμμετοχή και ατμόσφαιρα γιορτής

Στο τεύχος του 1925, το Ραδάμανθυς δημοσίευσε το εκτενές ρεπορτάζ του Γ. Αλιβέρτη για τους Ποδηλατικούς Αγώνες Άρτης της 21ης Ιουνίου.
Πλήθος κατοίκων από την Άρτα και τα περίχωρα κατέκλυσε το ποδηλατοδρόμιο, μετατρέποντας την τοπική αθλητική διοργάνωση σε μια μεγάλη λαϊκή γιορτή.

«Εκκίνηση ποδηλατικού αγώνα στο ποδηλατοδρόμιο, Αθήνα 1896 – φωτογραφία Albert Meyer.»

🚴 Αγωνίσματα και δεξιοτεχνίες

Το κείμενο παρουσιάζει:

  • δρόμους ταχύτητας
  • αγωνίσματα αντοχής
  • τον ιδιότυπο “δρόμο βραδύτητας”
  • εντυπωσιακές επιδείξεις ποδηλατικής δεξιοτεχνίας

Το γεγονός αποτυπώνεται ως κορυφαία στιγμή της τοπικής κοινωνικής ζωής, με ισχυρή λαϊκή συμμετοχή και ενθουσιασμό.

«Έλληνες ποδηλάτες των αρχών του 20ού αιώνα με αγωνιστικά ποδήλατα – ιστορική φωτογραφία.»

📜 Το πρωτότυπο δημοσίευμα (1925)

Στο σημείο αυτό παρατίθεται το αυθεντικό κείμενο, όπως δημοσιεύτηκε στο Ραδάμανθυς, με το ύφος και τη γλωσσική μορφή της εποχής.

«ΟΙ ΠΟΔΗΛΑΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΑΡΤΗΣ

(21 Ιουνίου 1925)

Κατά τους τελεσθέντες ποδηλατικούς αγώνες της παρελθούσης Κυριακής εν Άρτη οι κάτοικοι Άρτης απέδειξαν για μία ακόμη φορά πόσο γνωρίζουν να εκτιμούν τον αθλητισμό, συνεχίζοντας ούτω πατροπαράδοτα έθιμα.

Εκτός των συμμετασχόντων τελείως κατηρτισμένων αθλητών και σύμπας ο πληθυσμός της Άρτης και των περιχώρων παρακολούθησε τους αγώνας με εξαιρετικό ενδιαφέρον. Τόσο ήταν το πρωτοφανές ενδιαφέρον του κόσμου, ώστε ενόμιζε τις ότι εγένετο γενική έξοδος των Αρταίων προς το ποδηλατοδρόμιο.

Μολονότι καταβλήθηκε πάσα φιλότιμος προσπάθεια της οργανωτικής επιτροπής για τα καθέκαστα και τις λεπτομέρειες των αγώνων (ταξιθέτηση – τάξις – Έναρξις κλπ.), εν τούτοις δεν ήταν ανθρωπίνως δυνατόν αυτή να προβλέψει την πρωτοφανή κοσμοσυρροή και να εξασφαλίσει εις άπαντα τον πληθυσμό τις απολύτως αναγκαίες θέσεις. Και μ’ όλα ταύτα αγογύστως υπέστησαν υπό τον ήλιον, πλην βραδύτερον και υπό δροσερή φρεσκάδα των «Νηρηίδων λευκών», την επί τετράωρον ορθοστασία.

Προς στιγμήν η Άρτα μετεμορφώθη εις ένα απέραντο «Λουξ» των Αθηνών, όπου αι επιδείξεις των διασημοτέρων ποδηλατιστών του κόσμου.

Την έναρξη αναγγέλλει κατάλληλο εμβατήριο της μουσικής μας.

Η παρέλαση των 25 ευσταλών ποδηλατιστών προκαλεί φρενίτιδα του πλήθους. Χειροκροτεί ακαταπαύστως. Οι αθλητές δι’ υποκλίσεως παρελαύνουν προ των θεατών της επιτροπής.

Ίλιγγος καταλαμβάνει τους θεατές όταν οι αθλητές κ. κ. Κωνστ. Ρέτσος, Καλλικρ. Τσικνιάς και Παναγ. Κοντονίκας εκτελούν επί των ποδηλάτων τις τολμηρότερες κινήσεις.

Οι θεατές συγκρατούν την αναπνοή τους όταν οι αθλητές κ. κ. Ιωάν. Πάντζος και Ελευθέριος Λιάκατσας πτερυγίζουν επί των ποδηλάτων.

Ακράτητα χειροκροτήματα προκάλεσε η απαγωγή του Ιωάν. Πάντζου. Ούτος βαίνων από ρητήρος επί ποδηλάτου απήγαγε κατά την διαδρομή τον εκ των αθλητών κ. Παν. Κοντονίκα, ιστάμενον επ’ αυτού εις κατάλληλη στάση. (Την στιγμή ταύτη δικαίως ο νεαρώτερος των δικηγόρων της Ελλάδος, ο πολύς και σημαίνων κ. Ξενοφών Κοτσαρίδας, ηκούσθη λογοπαίζων: «Ο κ. Πάντζος ασφαλώς πρέπει να μηνυθεί επί βιαία απαγωγή».)

Εν μέσω ατελευτήτου ενθουσιασμού επηκολούθησε ο δρόμος βραδύτητος των 100 μέτρων.

Κατά το αγώνισμα τούτο, εκ των 8 αθλητών οι 7 πίπτουν ο εις μετά τον άλλον, μη κατορθώσαντες να φθάσουν βραδυπορούντες το τέρμα. Ιστάμενος βραδυπορών απομένει μόνος ο κ. Παν. Κοντονίκας, όστις και αναδεικνύεται με φρενίτιδα νικητής.

Επακολουθούν έπειτα τα αγωνίσματα ταχύτητος 3 χιλιομέτρων και αντοχής 15 χιλιομέτρων.

Η ωραία και πρωτοφανής αύτη τελετή έληξε εν μέσω μεγίστου ενθουσιασμού των κατοίκων της Άρτης. Ο θαυμασμός και ο έπαινος προς την οργανωτική επιτροπή άφησε την εντύπωση ότι όντως τοιαύται ωθήσεις δόξης προς τα εμπρός τιμούν όχι μόνον την πρωτεύουσαν των Δεσποτών της Ηπείρου, την Άρταν, αλλά και την κοιτίδα του αθλητισμού, την Μεγάλη μας Ελλάδα.

Η απίστευτη και απροσδόκητη επιτυχία των αγώνων, ως και αι παραινέσεις του πληθυσμού μας και των ολίγων ξένων, ανάγκασαν την οργανωτική επιτροπή να προκηρύξει Πανηπειρωτικούς ποδηλατικούς αγώνες για τον προσεχή Σεπτέμβριο, καθ’ ους θέλει εξασφαλισθεί η άνετος και αδάπανος προσέλευσις και διαμονή των ξένων αθλητών εν Άρτη.

Γ. Αλίβερτης


🖼 ➡ «Ακολουθεί η πρωτότυπη σελίδα του πρακτικού των αγώνων, όπως δημοσιεύτηκε στο Ραδάμανθυς (1925):»

«Πρακτικό και αποτελέσματα των ποδηλατικών αγώνων Άρτας — περιοδικό Ραδαμάνθυς, 1925.»

Δημοσιεύθηκε στη Αθλητικές Εκδηλώσεις | Σχολιάστε

Εκδρομή στο Γήπεδο Άρτης

1973 – Μαθήτριες της ΣΤ’ Τάξης του Β’ Γυμνασίου Θηλέων σε εκδρομούλα στο γήπεδο, συνήθη τόπο για εκδρομές των σχολείων εκείνη την εποχή.
Όρθιες από αριστερά προς τα δεξιά : Σοφία Τσώλα, Βένη Πολύζου, Νίκη Τράμπα, Λένα (?) Πολύζου, Λόλα Τερζοπούλου, Κατερίνα Τσιώλη και Φιλιώ Χήρα.
Κάτω Φρειδερίκη Τσώλα και ….. Σκουλίδα.

Η φωτογραφία του 1973 αποτυπώνει μια εντελώς διαφορετική —αλλά εξίσου χαρακτηριστική— εκπαιδευτική κουλτούρα. Οι μαθήτριες με την κλασική ποδιά, το λευκό γιακά και την ομοιομορφία που επέβαλλε τότε το σχολικό πλαίσιο συνθέτουν μια εικόνα βαθιάς τυποποίησης, αλλά ταυτόχρονα και μιας νεανικής ζωντάνιας που «σπάει» τον κανόνα.

Παρά την αυστηρότητα της ενδυμασίας, η στάση των κοριτσιών —παιχνιδιάρικη, εξωστρεφής, ενέργεια που σχεδόν ξεχειλίζει— δείχνει πώς η μαθητική καθημερινότητα υπερέβαινε συχνά τους περιορισμούς του επίσημου κώδικα. Υπάρχει μια έντονη αίσθηση συντροφικότητας και αυθόρμητου ενθουσιασμού· η φωτογραφία μοιάζει να συλλαμβάνει μια στιγμή καθαρής χαράς μέσα σε ένα πλαίσιο που κατά τα άλλα ήταν αυστηρό, ιεραρχικό και ρυθμισμένο.

Σε σύγκριση με το σήμερα, όπου η ποδιά έχει πια σχεδόν εντελώς εξαφανιστεί από τα ελληνικά σχολεία, η εικόνα λειτουργεί ως ισχυρό μνημονικό ίχνος μιας εποχής όπου η ομοιομορφία θεωρούνταν αναπόσπαστο στοιχείο της μαθητικής ταυτότητας. Παράλληλα, αποδεικνύει ότι η νεότητα, ακόμη και μέσα σε αυστηρές φόρμες, βρίσκει πάντα τρόπους να εκφραστεί, να χαμογελάσει και να αφήσει το στίγμα της.

(Φωτο από αρχείο Αικατερίνης Τσιώλα, που την ευχαριστώ πολύ).

Δημοσιεύθηκε στη Η Εκπαίδευση στην Άρτα | Σχολιάστε

8η Γυμνασίου Αρρένων Άρτης

1952 – Αναμνηστική φωτογραφία της 8ης Γυμνασίου Άρτης, στην πλατεία Σκουφά. Στη μέση ο Νίκος Χαλκιάς, καθηγητής Φ.Α. και κάτω μπροστά ο πιτσιρίκος είναι ο γιός του Γιώργος.

Τελειόφοιτοι : Κοσμάς Αλίβερτης (Χημικός), Σπύρος Γατζίας & Κων/νος Τσιλιγιάννης (Νομικοί στον Άρειο Πάγο, Ιστορικοί), Ιωάννης Παπανικολάου (Πτέραρχος), Απόστολος Σούρλας (Δάσκαλος), Ευριππίδης Τσιμπλής (Δάσκαλος), Τάκης Λάκκας (Τ.Υ.Δ.Κ.), Κρίτων Λυμούρης (Δ.Υ.) [και οι 5 έπαιζαν στον ΑΕΤΟ], Χρήστος Σακκάς (Δημοτικός Υπάλληλος), Κων/νος Σφήκας (Δ.Υ.), Γεώργιος Νάκας (Δημοτικός Υπάλληλος), Παναγιώτης Βάγιας (Γεωπόνος). Στην πρώτη σειρά, κάτω δεξιά ο Δημήτρης Β. Τσολιάς (Σινέ ΟΡΦΕΥΣ).

Η εικόνα αποπνέει πραγματικά μια ολόκληρη εποχή. Οι τελειόφοιτοι της 8ης Γυμνασίου Αρρένων Άρτης παρουσιάζονται με μια επισημότητα που σήμερα δύσκολα συναντά κανείς σε μαθητικές φωτογραφίες. Τα κουστούμια, οι γραβάτες, τα καλοσιδερωμένα σακάκια και —κυρίως— τα χαρακτηριστικά πηλήκια προσδίδουν μια αίσθηση πειθαρχίας, κύρους και συλλογικής ταυτότητας, στοιχεία θεμελιωμένα στην εκπαιδευτική κουλτούρα της εποχής.

Το ντύσιμο δεν αποτελεί απλώς αισθητική επιλογή: αντανακλά κοινωνικούς κανόνες, αντιλήψεις περί “σπουδαιότητας” της εκπαίδευσης και μια γενικότερη τάση τυπικότητας στη δημόσια εμφάνιση. Σε αντιδιαστολή με το σήμερα, όπου η άνεση και η ατομική έκφραση υπερισχύουν του τυπικού ενδύματος, η φωτογραφία αναδεικνύει έναν κόσμο όπου η εμφάνιση λειτουργούσε ως μέρος της μαθητικής ιδιότητας. Ένα ακόμη από τα στιγμιότυπα που αποτελούν πολύτιμα τεκμήρια κοινωνικής ιστορίας: δείχνει όχι μόνο τους ανθρώπους, αλλά και την εποχή, τη νοοτροπία και τις συλλογικές προσδοκίες που τους περιέβαλλαν.

[Φωτο & Παρουσίαση Κ. Μπανιάς]

Δημοσιεύθηκε στη Η Εκπαίδευση στην Άρτα | Σχολιάστε

Αγώνες στίβου, 1956

28 – 8 – 1956 : Έπαρση της σημαίας στους αγώνες στίβου στο γήπεδο της Άρτας. Σημαιοφόρος ο Παναγιώτης Χ. Βάγιας, πολυαθλητής, αθλητής του ΠΑΝΑΜΒΡΑΚΙΚΟΥ και ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ, γεωπόνος. (Φωτο από αρχείο Π. Βάγια, Παρουσίαση Κ. Μπανιάς).

Δημοσιεύθηκε στη Αθλητικές Εκδηλώσεις | Σχολιάστε

Ο τσαγκάρης και ο Χόντζιας — μια ιστορία σαν παραμύθι!

ια φορά κι έναν καιρό, κοντά στη δοξασμένη γέφυρα της Άρτας, εκεί όπου ο ποταμός Άραχθος χώριζε τα χωριά και τα μυστικά, ζούσε, απ’ την πλευρά του Τούρκικου, ένας ταπεινός μπαλωματής. Σ’ ένα μικρό χαμόσπιτο είχε το μαγαζάκι του και μπάλωνε τσαρούχια — έναν πάγκο, λίγα εργαλεία, και το όνειρο να βγάζει ψωμί για τα παιδιά του.

Απέναντι, στο λοφάκι όπου άπλωνε τη σκιά του το παλιό τζαμί, το Ιμαρέτ, έμενε ο ιμάμης — ο Χόντζιας. Ήταν άνθρωπος της προσευχής και των τελετών: το πρωί και το απόγευμα ανέβαινε στον μιναρέ και φώναζε τις ιερές λέξεις, και όταν τελείωναν τα θρησκευτικά του καθήκοντα, κατέβαινε και καθόταν για ώρα πολλή κοντά στον πάγκο, στο μικρό εργαστήρι του τσαγκάρη.

Δεν καθόταν όμως ήσυχος κι ακίνητος· άπλωνε τα δάχτυλά του πάνω στον πάγκο του μπαλωματή, όπου ήταν τα σύνεργά του — τανάλιες, σφυριά, φαλτσέτες, σουφλιά, βελόνες, πένσες — και κάθε τόσο έπαιρνε κι από ένα εργαλείο και το έπαιζε στα χέρια του με τις ώρες. Κι ο τσαγκάρης, όταν χρειαζόταν εκείνο το εργαλείο, σιωπούσε, δεν τολμούσε να το ζητήσει. Περίμενε καρτερικά να το αφήσει ο Χόντζιας — μα εκείνος το κρατούσε επίτηδες στα χέρια του για πολλή ώρα… Κι έτσι περνούσαν οι ημέρες, κι ο φόρτος του τσαγκάρη γινόταν όλο και πιο βαρύς.

Μια μέρα η καρδιά του άντρα αγανάκτησε.
«Θα τον σκοτώσω», είπε στον αδελφό του, «και θα περάσω απέναντι, στο Ελληνικό, στην Άρτα· κανένας δεν θα μπορεί πια να με βλάψει».
«Μην τρελαίνεσαι», του είπε εκείνος. «Αν κάνεις τέτοιο κακό, θα χαθούμε όλοι. Άσε να το βρει από τον Θεό….»

Μα ο τσαγκάρης είχε βαθιά μέσα του μια πίκρα που δεν έφευγε με λόγια· είχε ριζώσει σαν αγκάθι. Ένα βράδυ, όταν ο κόσμος ησύχαζε και οι πορτοκαλιές ευωδίαζαν, είδε το Χόντζια να φεύγει για την προσευχή. Άρπαξε στο χέρι του μια λεπίδα, όχι για να τη χρησιμοποιήσει — για να πάρει θάρρος — και τον ακολούθησε σιγά σιγά. Ο Χόντζιας, κουρασμένος από τις προσευχές του, ανέβαινε τα σκαλιά του μιναρέ σκυφτός, όπως κάθε μέρα, δίχως να φοβάται κανέναν.

Ο τσαγκάρης ανέβαινε πίσω του, βήμα-βήμα, χωρίς θόρυβο — γιατί φορούσε πίγκες* και όχι τσαρούχια. Κι όταν ο Χόντζιας έφτασε στην κορφή, έτοιμος να σηκώσει τη φωνή του στον ουρανό, ο τσαγκάρης άπλωσε το χέρι του και τον έσπρωξε με δύναμη, όπως λένε οι παλιοί. Πριν προλάβει να καταλάβει τι έγινε, ο Χόντζιας βρέθηκε στο κενό, χάθηκε στο σκοτάδι της νύχτας. Κι ο τσαγκάρης έφυγε αθόρυβα μέσα από τα περιβόλια, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.

Το πρωί αναστατώθηκαν οι γειτονιές. Ψίθυροι, σταυροκοπήματα, φήμες…….
Ο αδελφός του τσαγκάρη, ανακουφισμένος, έτρεξε να του πει τα νέα:
«Ο Χόντζιας… αυτοκτόνησε! Αν τον είχες πειράξει εσύ, θα χανόμασταν όλοι. Σου είπα, άσ’ το στον Θεό.»

Ο τσαγκάρης πήρε ανάσα βαθιά.
«Μπορεί να το βρήκε από τον Θεό», είπε, «μα ήθελε κι ένα σπρώξιμο…»

Κι αυτή η ιστορία, του Χότζια που γκρεμίστηκε απ’ τον μιναρέ του τζαμιού, ρίζωσε στα σπίτια κοντά στη γέφυρα. Οι παλιοί την έλεγαν τα βράδια, κι οι μικροί άκουγαν με μάτια ορθάνοιχτα. Άλλοι έλεγαν πως ο Θεός αποδίδει δικαιοσύνη· άλλοι πως, άμα η οργή φωλιάσει στην καρδιά, οδηγεί το χέρι εκεί που δεν πρέπει.

Κι οι άνθρωποι πέρα απ’ το γεφύρι συνέχισαν να ζουν — όχι πάντα ήσυχα, μα με μάτια ανοιχτά και βήματα προσεκτικά…….”

*Πίγκες – πέδιλα από γουρνοτόμαρο

[Επιμέλεια κειμένου – Αναστασία Καρρά. Πηγή κειμένου : Διήγηση του Μάρκου Σ. Πρέντζια, που κατέγραψε ο Απόστολος Ντάλας στο βιβλίο του ΕΝΘΥΜΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ, Αθήνα, 2005]

Δημοσιεύθηκε στη Χωρίς κατηγορία | Σχολιάστε

Μια παλιά μαρτυρία για τον Νικόλαο Σκουφά!

“Με χαρά παρουσιάζω μια μικρή μελέτη αφιερωμένη στον Νικόλαο Σκουφά, τον ταπεινό Ηπειρώτη που έγινε συνιδρυτής της Φιλικής Εταιρείας και άναψε τη φλόγα της εθνικής αφύπνισης.

Η εργασία βασίζεται σε μια σπάνια τοπική μαρτυρία του 1935 από το Ηπειρωτικόν Βήμα, η οποία φωτίζει τα πρώτα χρόνια του Σκουφά στο Κομπότι και στην Άρτα. Μέσα από τη σύγκρισή της με παλαιότερες και νεότερες πηγές παρακολουθούμε πώς η προφορική παράδοση, οι μνήμες του τόπου και η ιστοριογραφία υφαίνουν την εικόνα μιας μορφής που ξεκίνησε από ταπεινές αρχές και έφτασε να χαράξει εθνικούς ορίζοντες.

Η εργασία δεν περιορίζεται στην ανάλυση των πηγών· χάρη σε πλούσιο φωτογραφικό υλικό αναδεικνύεται η τοπική μνήμη, τα πρόσωπα και οι χώροι που σφράγισαν τα πρώτα βήματα του Σκουφά.” Α. Κ.

Μπορείτε να διαβάσετε την εργασία στο ιστολόγιο

ή στο academia.edu

Δημοσιεύθηκε στη Η Άρτα στην Τουρκοκρατία | Σχολιάστε

Μια σπάνια φωτογραφία από το Κομπότι

Η φωτογραφία δείχνει τον Λάμπρο Τατσιόπουλο παιδί, στο Κομπότι Άρτας, πλάι στη μητέρα του Γιούλα Τζουβάρα–Τατσιοπούλου (1882–1956). Εκείνη, αγρότισσα, στέκει με το μεγάλο καλάθι στο κεφάλι — εικόνα γνώριμη στην Ήπειρο της εποχής, μα σπάνια πλέον καταγεγραμμένη. Ένα παιδί δίπλα στη μάνα του, και μαζί πάνω τους ο κόσμος της υπαίθρου: κόπος, αξιοπρέπεια, σιωπηλή δύναμη.

Ο μικρός Λάμπρος θα γινόταν αργότερα δάσκαλος και άνθρωπος των γραμμάτων. Δίδαξε για δεκαετίες και άφησε πλούσιο συγγραφικό έργο, από λαογραφικές μελέτες μέχρι παιδαγωγικά και ιστορικά κείμενα. Σαν να κράτησε μέσα του τις μνήμες εκείνου του τόπου και να τις γύρισε πίσω στον κόσμο με λέξεις — έναν τρόπο να πει «ήμασταν εδώ» και να μη χαθεί τίποτα από όσα έζησαν αυτοί που τον στήριξαν.

Η φωτογραφία είναι από το βιβλίο του Λάμπρου Τατσιόπουλου Νυχτολόγιο 1940–1949, Ιωάννινα 1998.

Δημοσιεύθηκε στη Τα χωριά γύρω από την πόλη | Σχολιάστε

ΤΟ ΜΗΤΡΩΟΝ ΑΡΡΕΝΩΝ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΚΟΜΠΟΤΙ, ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΠΕΤΑ , ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΡΤΗΣ, ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΑΡΤΗΣ (καταρτισθέν εν έτει 1884). Γεννηθέντες τα έτη 1864 – 1870

Πρόκειται για το Μητρώο Αρρένων του Κομποτίου, καραρτισθέν εν έτει 1883. Το Μητρώο φυλάσσεται στα ΓΑΚ Άρτης. (Πηγή ΓΑΚ Άρτης).

Έτος 1864

Έτος 1865

Έτος 1866

Έτος 1867

Έτος 1868

Έτος 1869

Έτος 1870

Δημοσιεύθηκε στη Η Απελευθέρωση το 1881 | Σχολιάστε