“……Σ’ αυτόν τον κάμπο τα ελληνικά στρατεύματα συνέχιζαν τώρα να ξεχύνονται περνώντας πάνω από το γεφύρι της Άρτας. Ο στρατηγός Μάνος στη διοίκηση είχε περίπου 16.000 άνδρες συνολικά. Μερικοί είχαν διασχίσει τον Άραχθο με μια σχεδία χαμηλά στο χωριό Μπάνι, και κατέλαβαν τη Σαλαώρα όπου βρήκαν μερικά παλιά όπλα. Κάποιοι είχαν προχωρήσει προς την Πρέβεζα και διέκοψαν την επικοινωνία μεταξύ του φρουρίου της και της βάσης του στα Γιάννενα, και το απόγευμα της Πέμπτης, αμέσως μετά την άφιξή μου, το Επιτελείο του Αρχηγείου μεταφέρθηκε από την Άρτα στη Φιλιππιάδα. Λαχταρούσα να τους συνοδεύσω, αλλά αρρώστησα με πυρετό και δεν μου έμεναν αρκετά χρήματα για να ταΐσω τον Μαύρο, τους δύο άντρες και τα άλογα για μια ακόμη μέρα. Οι άντρες μαζί μου το μόνο που ανυπομονούσαν ήταν να γυρίσουν σπίτι και συνέχιζαν να μουρμουρίζουν για την αμοιβή τους. Η επίμονη δικαιολογία μου ήταν ότι τη στιγμή που θα έφευγαν από την υπηρεσία μου για τα σπίτια θα τους στρατολογούσε ο στρατός και γνώριζαν πολύ καλά ότι αυτό ήταν αλήθεια. Ωστόσο, οι διαμαρτυρίες τους ήταν ελεεινές, και ο γέρος ήρθε και κάθισε σταυροπόδι δίπλα στο χαλί μου και σχεδόν όλη τη νύχτα θρηνούσε ακατανόητα.
Την επόμενη μέρα περιπλανήθηκα πολύ στην πεδιάδα και βγήκα στη Φιλιππιάδα. Ήταν η Ελληνική Μεγάλη Παρασκευή και συνάντησα πολλούς χριστιανούς που έρχονταν από τα τουρκικά χωριά για να προσκυνήσουν στην Άρτα. Με χαιρέτησαν με τον χαιρετισμό «Ο Χριστός σταυρώθηκε για μας» και όλοι έδειχναν γεμάτοι χαρά, σαν να είχε επιτέλους ανατείλει η άνοιξη. Κοντά στη Φιλιππιάδα μου έδειξαν το μέρος του ποταμού Λούρου όπου οι Τούρκοι μέσα στον άγριο πανικό τους υποτίθεται ότι είχαν βυθίσει τα όπλα τους. Δεδομένου ότι είχαν αυτομολήσει από τις πυροβολαρχίες τους, δεν φαινόνταν κανένας στρατιώτης εκτός από μερικούς σαστισμένους δραπέτες που πιάστηκαν αιχμάλωτοι στην Άρτα, και καμιά δεκαριά άγρια πλάσματα που είχαν αφεθεί στη μοίρα τους σε ένα άθλιο νοσοκομείο και μας κοίταζαν κατάματα, σιωπηλά σαν άγρια θηρία που περιμένουν το θάνατο. Οι τουρκικές σκηνές είχαν εγκαταλειφθεί όπως ήταν, όρθιες. Στους χώρους των αξιωματικών βρήκαμε τα γεύματα στρωμένα που τα είχαν αφήσει μισοφαγωμένα. Τα άλογα του Φουάτ Μπέη, του μισητού τυράννου της περιοχής, στέκονταν στους στάβλους, και φάνηκαν πολύ χρήσιμα στους Έλληνες αξιωματικούς. Τραπεζίτες και δανειστές είχαν αφήσει πλήθος τεφτέρια με λογαριασμούς, που σύντομα γέμισαν τους δρόμους, ανακατεμένα με εξαιρετικά γραμμένα αντίγραφα του Κορανίου. Ένας μακρύς δρόμος είχε καεί ολοσχερώς και η πόλη φλεγόταν ακόμα σε πολλά σημεία, ενώ ο ελληνικός πληθυσμός, πανευτυχής για τη βραχύβια ελευθερία του, βοηθούσε τις φλόγες να γκρεμίσουν τα σπίτια των τυράννων τους.
Στο μικρό χωριό Στρεβίνα, κοντά στη Φιλιππιάδα βρήκα τον στρατηγό Μάνο και το επιτελείο του. Σύντομα κατάλαβα ότι συνέβαινε κάτι κρίσιμο, και επιτέλους άκουσα ότι την προηγούμενη νύχτα ένα μόνο τάγμα (το 1ο του 10ου Συντάγματος Κέρκυρας) υπό τον Κουμουνδούρο είχε σταλεί προς τα μπρος, στον παλιό και αχρηστευμένο ορεινό δρόμο προς τα Γιάννενα, και είχε καταλάβει χωρίς αντίσταση το διοικητήριο των Πέντε Πηγαδιών. Αυτός ο παλιός δρόμος είχε ενισχυθεί κάποια στιγμή από στιβαρά τουρκικά οχυρά ανά διαστήματα σε απόσταση περίπου πέντε μιλίων, και τα Πέντε Πηγάδια ήταν το μεγαλύτερο από αυτά. Δεδομένου ότι ο νέος δρόμος είχε κατασκευαστεί κατά μήκος της όχθης του Λούρου, περίπου τρία ή τέσσερα μίλια δυτικά του παλιού, ο ορεινός δρόμος είχε εγκαταλειφθεί και ήταν τώρα τόσο τραχύς που ήταν αδιάβατος για οτιδήποτε άλλο εκτός από ελαφρύ πεζικό και ορεινά πυροβόλα όπλα. Τα Πέντε πηγάδια ήταν προφανώς μια θέση τόσο σημαντική για μια προέλαση στα Γιάννενα που είχα σχεδιάσει ήδη έναν κύκλο γύρω από αυτό το φρούριο στον χάρτη μου, πριν φύγω από την Αθήνα. Η είδηση ότι ήταν δικό μας χωρίς σύγκρουση μας γέμισε όλους χαρά, αλλά μέσα σε πέντε λεπτά ήρθε ένας αγγελιοφόρος καλπάζοντας για να αναφέρει ότι το τάγμα εκεί δέχτηκε επίθεση από μεγάλη δύναμη.
Ένα άλλο τάγμα ξεκίνησε αμέσως για υποστήριξη, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Εκείνο το πρωί ο Οσμάν Πασάς, που μόλις είχε φτάσει για να αναλάβει τη διοίκηση στα Γιάννενα, έριξε έξι τάγματα και δύο πυροβόλα όπλα εναντίον του Κουμουνδούρου και της μικρής παρέας του. Και την ίδια στιγμή που ακούγαμε αυτά τα νέα, οι Έλληνες στην πραγματικότητα εκδιώκονταν από τη θέση σε συντριπτικούς αριθμούς. Η Γραμμή πολέμησε αρκετά καλά και υποστηρίχτηκε αρκετά καλά από ένα σώμα Κερκυραίων Ατάκτων, αλλά καθώς δεν έφτασε καμία ενίσχυση, η υποχώρηση ήταν αναπόφευκτη. Η απώλειά μας ήταν περίπου 80 νεκροί, 60 αιχμάλωτοι (20 από αυτούς τραυματίες) και περίπου 150 τραυματίες. Μεταξύ των νεκρών ήταν και ο γενναίος νεαρός Άγγλος Κλέμεντ Χάρις. Μέσα στις επόμενες μέρες συνδέθηκα πολύ στενά με το κερκυραϊκό σώμα στο οποίο ο Χάρις είχε προσκολληθεί. Τολμώντας την ανάμιξή του στην επίθεση ήταν μαζί τους σε ένα λοφάκι στα δεξιά της ελληνικής θέσης. Νωρίς στη διάρκεια της μέρας τραυματίστηκε στο πόδι, αλλά αρνήθηκε να αφήσει τους συντρόφους του. Όταν η υποχώρηση έγινε γενική, αρνήθηκε ακόμα να οπισθοχωρήσει , και την τελευταία φορά που τον είδαν, απομακρύνονταν σιγά – σιγά από το λόφο, γυρνώντας ξανά και ξανά για να πυροβολήσει τον εχθρό που τον περικύκλωνε γρήγορα. Κανείς δεν είδε τον πραγματικό θάνατό του και για πολύ καιρό ελπίζαμε ότι μπορεί να είχε συλληφθεί ζωντανός. Όμως οι Τούρκοι δεν πήραν το Αντάρτη ζωντανό. Οι σύντροφοί του που ήταν Νησιώτες ήταν σε θέση να εκτιμήσουν το αξιοσημείωτο χάρισμά του στη μουσική, και πάντα μου μιλούσαν γι’ αυτόν με θαυμασμό και λύπη.
Η απώλεια των Πέντε Πηγαδιών ήταν η πρώτη μας καταστροφή. Αν ο στρατηγός Μάνος ήθελε να κυνηγήσει τον εχθρό σε φυγή, θα έπρεπε να είχε προχωρήσει στα Γιάννενα με πλήρη ισχύ τόσο από τον παλιό όσο και από το νέο δρόμο αμέσως, αντί να τριγυρνάει στη Φιλιππιάδα για δύο ημέρες και να στείλει ένα μόνο τάγμα χωρίς υποστήριξη να καταλάβει μια θέση τόσο σημαντική. Το όλο θέμα ήταν απλώς ένα λάθος στη γενική διοίκηση. Νομίζω ότι ήταν το μοναδικό του λάθος, αλλά οδήγησε σε όλες τις άλλες καταστροφές του πολέμου στην Ήπειρο. Έκανε τα δυνατά του για να το αναστρέψει. Σώματα στρατευμάτων προωθήθηκαν εκείνη τη νύχτα και στους δύο δρόμους, αλλά ήταν πολύ αργά τώρα, και ο νέος δρόμος έμεινε σχεδόν άδειος για το υπόλοιπο της εκστρατείας. Πιο σοβαρή ακόμη και από τη στρατηγική απώλεια ήταν η επίδραση της όλης κατάστασης στα στρατεύματα.
Η είδηση ότι πολλοί είχαν πράγματι σκοτωθεί, το θέαμα των τραυματιών που μεταφέρονταν πίσω στα νοσοκομεία με τους αιματοβαμμένους επιδέσμους τους, να στενάζουν καθώς πήγαιναν, κατέστρεψε και τρόμαξε τους στρατιώτες γιατί ήταν πολύ συμπονετικοί και αρκετά ασυνήθιστοι στον πόλεμο. Πολύ νωρίς το επόμενο πρωί βγαίνοντας ξανά στη Φιλιππιάδα και στο παλιό Χάνι που λέγεται Χανοπούλι στην κορυφή του βάλτου όπου τελειώνει ο κάμπος και αρχίζει ο βουνίσιος-δρόμος, ένιωσα την πρώτη μου εμπειρία πανικού. Τα τάγματα βάδιζαν προς τα πίσω και προς τα εμπρός, εντελώς κουρασμένα και αποκαρδιωμένα. Τα κανόνια επέστρεφαν εσπευσμένα στην Άρτα. Βρήκα στην πραγματικότητα ακροβολιστές πεταμένους έξω και μια ομάδα ιππικού χωρίς ιππικό (δεν είχαν καθόλου άλογα) ήταν σε μια θέση ξαπλωμένη στα καλάμια σαν να αναμενόταν μια επίθεση αμέσως. Το Επιτελείο επέστρεψε στην Άρτα. Οι αγρότες και οι χωρικοί είχαν τρομάξει και έφευγαν βιαστικά με όλα τα κινητά τους υπάρχοντα, σκορπίζοντας έναν γενικό πανικό στον δρόμο. Οι άντρες ήταν πεινασμένοι από την αυστηρή νηστεία της Σαρακοστής. Από όλες τις πλευρές άκουγα μουρμουρητά εναντίον των αξιωματικών, και πάνω απ’ όλα υπήρχε το αίσθημα της δυσπιστίας και της ανησυχίας και μια γενικευμένη αμφισβήτηση αυτής της απόλυτης πίστης στην ηγεσία, που από μόνη της κάνει τη ζωή ενός στρατιώτη υποφερτή.
Αν και προειδοποιήθηκα με τη μέγιστη σοβαρότητα να μην προχωρήσω παρακάτω, ανηφόρισα τον ορεινό δρόμο για περίπου δύο ώρες μέχρι να φτάσω στους Κουμζάδες, ένα υπέροχο χωριό κρυμμένο στα βάθη των βουνών, που αποτελούσε ένα πέρασμα που ήταν προσεκτικά οχυρωμένο από τη φύση του. Ήμουν εκεί σε δύο περίπου ώρες από το ακραίο μέτωπό μας, αλλά μην έχοντας ούτε φαγητό ούτε χρήματα, αναγκάστηκα να επιστρέψω στην Άρτα. Ο Μαύρο και εγώ δεν είχαμε καμία ελπίδα να πάρουμε τίποτα να φάμε εκείνο το βράδυ, γιατί μου είχαν απομείνει μόνο δύο δραχμές (λιγότερες από ένα σελίνι) και αυτό θα έπρεπε να πάει για τους άντρες και τα άλογα. Ευτυχώς, ένας από τους άλλους πέντε Άγγλους ανταποκριτές στην Ήπειρο, μας έδωσε ένα μερίδιο από τις ελάχιστες προμήθειες του, και αργά εκείνο το βράδυ, προς μεγάλη μου ανακούφιση, έλαβα μερικά χρημάτων, σαν από τον ουρανό. Κάλεσα αμέσως τους άντρες, τους είπα ότι λυπάμαι που χρησιμοποιούσα τον καταναγκασμό και θα τους πλήρωνα ολόκληρο το τίμημα, αλλά σίγουρα έπρεπε να αγοράσω τα δύο πόνυ τους.
Αν προσπαθούσαν να τα απομακρύνουν, ο στρατός θα τους συλλάμβανε και ήξεραν τι σήμαινε αυτό. Οι φτωχοί δεν είχαν πραγματικά άλλη επιλογή. Τον Σπύρο δεν τον πείραξε και πολύ. Συμφώνησε μάλιστα να συνεχίσει να φροντίζει τα ζώα με ένα σταθερό ημερομίσθιο, υπό τον όρο μόνο ότι είχα ορκιστεί να μην τον θέσω ποτέ σε προσωπικό κίνδυνο. Όμως ο γέρος ήταν απαρηγόρητος. Καθισμένος σταυροπόδι, όπως ήταν ο τρόπος του, θρηνούσε με πόνο. Το αγαπητό καφέ πόνι ήταν η χαρά του, η γυναίκα του, το παιδί του, όλος ο κόσμος του. Τί, θα έπρεπε να το αποχωριστεί για μια χούφτα βρώμικα μικρά χαρτονομίσματα! Τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του, και μέτραγε ξανά και ξανά τα χρήματα από φόβο ότι του είχα δώσει λιγότερα. Το μέτρημα αυτών των χαρτονομισμάτων κράτησε σχεδόν όλη τη νύχτα, γιατί το καθένα άξιζε κάτι λιγότερο από έξι πένες, και η τιμή και για τα δύο πόνυ έφτασε σχεδόν τις είκοσι λίρες. Αλλά επιτέλους τελείωσε. Ο γέρος σηκώθηκε, αποκάλυψε μια σχεδόν ακαταμάχητη τάση να με αγκαλιάσει και ξεκίνησε για τη μοναχική του ανάβαση πίσω από την Πίνδο, προς το σπίτι του……” (Πηγή : SCENES IN THE THIRTY DAYS WAR BETWEEN GREECE & TURKEY – 1897, BY HENRY W. NEVINSON, London, J. M. DENT & CO. 29 and 30 BEDFORD STREET, W.C., 1898 – Μετάφραση Α. Καρρά)
Στη φωτογραφία «Έλληνες Άτακτοι» σε σκίτσο από το ίδιο βιβλίο.