“Ήτανε, λέει, εδώ στα μέρη μας μια μάνα χήρα, μονάχη, με τρία σερνικά παιδιά. Κι ένα βράδυ —μοιραίο, σκοτεινό, γεμάτο σιωπή— άμα τ’ αποκοίμισε με παραμύθια και χάδια, άνοιξε την ξώπορτα, σιγά-σιγά, κι εχάθη, μες στο λυκόφως, στη γειτονιά…
Μα ξυπνά ξαφνικά το στερνοπαίδι μέσα στη νύχτα —μ’ ένα μουρμουρητό κι ένα ρίγος — και κράζει όλο πόνο: «Μάνα!…»
Τινάζονται και τ’ άλλα δυο απ’ τον ύπνο τρομαγμένα, χλωμά μες στο σκοτάδι, και βάνουν κι εκείνα τις φωνές: «Μάνα!… Μάνα!…»
Μα πού να τ᾿ ακούσει εκείνη… πού να γυρίσει… Κι αρχίζουν σπαραχτικά τα κλάματα. Ποιος να τα συμπονέσει; Ποιος να τ᾿ αγκαλιάσει;
Ξεπόρτισαν, σαν λυπημένα πουλάκια, τρία κορμάκια γυμνά, γυρεύοντας, ψάχνοντας τη μάνα. Γύρναγαν σοκάκια, στράτες, ξενυχτώντας …… και σκόρπισαν. Έμεινε πίσω το χωριό — ξεχάστηκε σαν όνειρο……
Ο ένας, ο μεγάλος, τράβηξε καταηλιού, κατά τη Θεσσαλία. Φώναζε, έκραζε: «Μάνα μ᾿! Μάνα μ᾿!…»
Ο δεύτερος, τριγύρναγε στα δρακοβούνια, έγερνε μες στις ατέλειωτες ρεματιές που δεν είχαν αρχή, δεν είχαν τέλος και χάνονταν στην αγριάδα των βουνών, κατά το Βραχώρι…. Και φώναζε, ξεσχίζοντας τον αγέρα: «Μάνα μ᾿!… Μάνα μ᾿!…»
Κι ο τρίτος… ο μικρός, το ανέλπιδο ανθί του σπιτιού, πήρε τη στράτα για την Άρτα, κλαίγοντας γοερά….
Έτρεχαν μέρες, έτρεχαν νύχτες, μεσ’ από στενοτόπια κι από χαντάκια, με μάτια που δεν στέγνωναν — μαύρο δάκρυ χύνανε, που έκαιγε τη γη όπου πατούσαν. Μα πού να τη βρουν; Έψαχναν, γύρευαν, μα ‘κείνη άφαντη…
Κι όταν έφτασαν στη θάλασσα, κοιτάξαν μακριά — μα πάλι τίποτα… Κι εκεί, μέσα στη σιγαλιά του απείρου, έπεσαν… και πνίγηκαν…
Κι από τότε, όποιος διαβαίνει τις στράτες, ακούει κάτου, βαθιά στις ρεματιές, να βγαίνει μια φωνή θλιμμένη, που σε στοιχειώνει: «Μάνα μ᾿!… Μάνα μ᾿!…» Είναι ο Πηνειός, ο Αχελώος κι ο Άραχθος, που ψάχνουν τη μάνα τους…..”
(Διασκευή κειμένου: Αναστασία Καρρά. Πηγή : 1814, ΠΡΙΝ ΑΝΘΙΣΕΙ Η ΣΟΥΒΛΑ, Παληά ιστορήματα από τον καιρό του Αλήπασα, Κ. Πενταγιώτης, Αθήνα, 1960)
Η φωτογραφία δημιουργήθηκε με ΑΙ.
