“Ένας και μοναδικός ο «Ορφεύς» του μακαρίτη μπάρμπα – Βασίλη Τσολιά, εκεί στην πλατεία Κιλκίς. Παλιό αρχοντικό καφενείο, με μεγάλους καθρέφτες, μαρμάρινα τραπέζια και δυο-τρία μπιλιάρδα, μετατράπηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’30 σε κινηματογράφο. Λειτούργησε κάπου σαράντα χρόνια.
Αυτός λοιπόν ο κινηματογράφος λειτουργούσε κι εκείνον τον φοβερό χειμώνα του 41 – 42. Άρχιζε την προβολή των ταινιών δυόμιση ώρες πριν από την ώρα που σταματούσε υποχρεωτικά η κυκλοφορία των πολιτών, έτσι ώστε οι θεατές να προλάβουν να φτάσουν στα σπίτια τους πριν από την ώρα της απαγόρευσης της κυκλοφορίας. Ηλεκτρικό ρεύμα έπαιρνε ο κινηματογράφος απ’ το δίκτυο της πόλης, το οποίο τροφοδοτούσε με τα μηχανήματα η εταιρεία Γκινάκα, που αρχικά, από το 1925, είχε τις εγκαταστάσεις της στην πλατεία Ωρολογίου (μέχρι το 32-33) κι αργότερα στη συνοικία Μουχούστι, εκεί που τελειώνει η οδός Ορλάνδου κι αρχίζει η οδός Κομμένου. Βέβαια, κάποτε – κάποτε τα μηχανήματα της εταιρίας πάθαιναν κάποια βλάβη και η πόλη βυθιζόταν στο σκοτάδι. Και φυσικά, τότε σταματούσε και η προβολή του έργου στον Ορφέα.
Γενάρη – Φλεβάρη του ’41, η ιταλική διοίκηση της πόλης πήρε την απόφαση πως κάθε βράδυ πρέπει να διαβάζεται στον κινηματογράφο, στη διάρκεια του διαλείμματος, το ιταλικό πολεμικό ανακοινωθέν. Πήγε λοιπόν κάποιος διερμηνέας του φρουραρχείου και συνάντησε τον μπάρμπα – Βασίλη Τσολιά.
-Κυρ – Βασίλη, του είπε, σε ζητάνε στο Comando Piazza (φρουραρχείο). Ο μπάρμπα – Βασίλης κιτρίνισε. Σκέφτηκε χίλια δυο!. Τί τάχα να είπε, τί τάχα νάκανε και τον ζητάνε στο φρουραρχείο; Ποιος ρουφιάνος τον κάρφωσε; Τέλος πάντων, μη μπορώντας να κάνει αλλιώς, ακολούθησε τον διερμηνέα. Κι εκεί, στο φρουραρχείο, έμαθε τον λόγο για τον οποίο τον κάλεσαν. Του μιλούσε ένας Ιταλός αξιωματικός, αλλά ο μπάρμπα – Βασίλης δεν καταλάβαινε τίποτα. Απευθύνθηκε στον διερμηνέα : – Βρε παιδί μου, τι τσαμπουνάει αυτός, δεν καταλαβαίνω τίποτε.
-Θα στα εξηγήσω εγώ, του απάντησε ο διερμηνέας. Και συνέχισε : Η διοίκηση επιθυμεί να διαβάζεται κάθε βράδυ , στην ώρα του διαλείμματος της προβολής του έργου, το ιταλικό στρατιωτικό ανακοινωθέν της ημέρας, για να ενημερώνεται σωστά το κοινό για τις στρατιωτικές εξελίξεις.
-Τί είναι αυτό, επιθυμία ή διαταγή; ρώτησε ο κυρ-Βασίλης. Ο διερμηνέας στράφηκε στον αξιωματικό και διαβίβασε την ερώτηση. Κι ο αξιωματικός γύρισε, κοίταξε άγρια τον κυρ -Βασίλη και απάντησε : – E un ordine (είναι διαταγή).
-Και ποιος θα το διαβάζει το ανακοινωθέν και σε ποια γλώσσα, αφού το κοινό δεν μιλάει ιταλικά, ξαναρώτησε ο μπάρμπα-Βασίλης.
Ακολούθησε μια συζήτηση μερικών λεπτών και μετά ο διερμηνέας στράφηκε προς τον κυρ -Βασίλη.
-Άκου κυρ -Βασίλη. Στο διάλειμμα θ’ ανεβαίνετε στη σκηνή εσύ κι ένας Ιταλός υπαξιωματικός. Πρώτα θα διαβάζει στα ιταλικά το ανακοινωθέν ο Ιταλός , κι όταν τελειώνει αυτός, θα το διαβάζεις εσύ ελληνικά, από τη μετάφραση που θάχω κάνει εγώ.
-Πάει καλά, είπε στραβομουτσουνιασμένος ο κυρ-Βασίλης, χαιρέτησε κι έφυγε.
Γυρίζοντας στον κινηματογράφο του, φύσαγε και ξεφύσαγε. Τον περίμεναν οι συνεργάτες του και πολλοί γείτονες για να μάθουν τι τον ήθελε το φρουραρχείο.
-Ε, κυρ – Βασίλη, τί σε ήθελαν οι φρατέλοι;
-Τί με ήθελαν, απάντησε, να, ως τώρα ήμουν κινηματογραφιστής, τώρα γίνομαι και σπήκερ, να μεταδίδω ειδήσεις και μάλιστα κατά διαταγήν. His master voice παιδιά.
Αλλά παπάς δεμένος γράφει και ξεγράφει!
Έτσι από ‘κείνη τη μέρα, κάθε βράδυ, στο διάλειμμα της προβολής, ανέβαιναν στη σκηνή που υπήρχε μπροστά από την οθόνη, ο κυρ-Βασίλης αριστερά κι ο Ιταλός δεξιά. Πρώτος διάβαζε ο Ιταλός : «Bolletino militare No……Nostre truppe gloriose…..κ.λ.π., κ.λ.π.». Τέλειωνε ο Ιταλός, άρχιζε ο κυρ – Βασίλης: «Στρατιωτικό ανακοινωθέν, Νο……Οι ένδοξες δυνάμεις μας κ.λ.π., κ.λ.π.». Για αρκετές μέρες όλα κύλαγαν ομαλά. Διάβαζε ο Ιταλός, διάβαζε ο κυρ-Βασίλης και το κοινό άκουγε σιωπηλό το ανακοινωθέν ιταλιστί και ελληνιστί.
Μια βραδιά όμως, λίγο πριν απ’ το διάλειμμα, κόπηκε το ρεύμα, η προβολή σταμάτησε. Ανήσυχος ο κυρ-Βασίλης έστειλε έναν βοηθό του στην ηλεκτρική εταιρία να ρωτήσει πότε θα ξανάρθει το ρεύμα. Του απάντησαν πως θαργήσει πάνω από ώρα. Απογοητευμένος ο κυρ-Βασίλης αποφάσισε να διώξει τους θεατές. Μόλις όμως αντιλήφθηκε την πρόθεσή του ο Ιταλός υπαξιωματικός αντέδρασε και είπε πως «δεν θα φύγουν οι θεατές, αν δεν διαβαστεί πρώτα το ανακοινωθέν». Εύλογα τον ρώτησε ο κυρ -Βασίλης «πώς θα διαβαστεί, αφού δεν υπάρχει φωτισμός» και έλαβε την απάντηση: – Con un lampa (με μια λάμπα).
Έτσι κι έγινε. Ανέβηκαν στη σκηνή ο υπαξιωματικός, ο κυρ-Βασίλης κι ένας βοηθός του κρατώντας αναμμένη μια λάμπα πετρελαίου. Κάτω στην πλατεία, οι θεατές ήταν μέσα στο σκοτάδι. Αρχικά ο βοηθός με τη λάμπα πήγε δίπλα στον Ιταλό που διάβαζε το ανακοινωθέν. Όταν τέλειωσε ο Ιταλός, η λάμπα πήγε δίπλα στον κυρ-Βασίλη που άρχισε να διαβάζει : «Πολεμικό ανακοινωθέν του ιταλικού στρατηγείου Νο……Οι ένδοξες στρατιωτικές δυνάμεις μας εισήλθον μετά των Γερμανών εις Βεγγάζην και προχωρούν νικηφόρες προς τη Ντέρνα. Τα αεροπλάνα μας……». Ακριβώς σ’ αυτό το σημείο, από το βάθος της αίθουσας μέσα από το σκοτάδι, ακούστηκε μια δυνατή φωνή: -Πού τα βρήκες τ’ αεροπλάνα κυρ-Βασίλη;
Γέλασε δυνατά όλη η πλατεία, αλλά ψύχραιμος και απτόητος ο μπάρμπα -Βασίλης συνέχισε σα να μη συμβαίνει τίποτε :- Σκάσε γαμώ τη μάνα σ’, θα μας χώσουν ολνούς μέσα, εβομβάρδισαν το Τομπρούκ. Ο Ιταλός δεν αντιλήφθηκε τίποτε για την έξυπνη και ευρηματική παρεμβολή της φράσης του κυρ-Βασίλη. Ρώτησε όμως γιατί γέλασε το κοινό σ’ ένα σημείο του ανακοινωθέντος.
Κι ο κυρ -Βασίλης, πάντα εύστροφος, εξήγησε με τη βοήθεια κάποιου ιταλομαθούς : – Είχα ξεχάσει ξεκούμπωτο το πανταλόνι, το κατάλαβα την ώρα που διάβαζα το ανακοινωθέν κι άρχισα να το κουμπώνω, γι’ αυτό γέλασαν». Γέλασε κι ο Ιταλός, κι όλα έληξαν. Ο κυρ- Βασίλης όμως για αρκετές μέρες είχε την αγωνία μήπως βρεθεί κανένας «ρουφιάνος» και σφυρίξει στους Ιταλούς το τί ακριβώς συνέβη και βρει το μπελά του. Ύστερα από μέρες, αφού δεν τον ενόχλησε κανένας, ηρέμησε. Κι έψαχνε να μάθει ποιός ήταν αυτός ο «μπαγάσας» που φώναξε για τα αεροπλάνα. Αλλά δεν τόμαθε ποτέ….”(Πηγή : Άρθρο του Γιάννη Τσούτσινου στην ΑΡΤΗΝΗ ΕΥΘΗΝΗ, τχ.97, 1995)
Στη φωτογραφία ο Βασίλης Τσολιάς με έναν φίλο του στη βόλτα. (Η φωτογραφία είναι από το αρχείο του εγγονού του, Βασίλη Τσολιά)