Το Πασχαλιάτικο γλέντι στο Αστροχώρι…..

Την Κυριακή της Λαμπρής το απόγευμα, τη Δευτέρα της Λαμπρής μετά τη θεία Λειτουργία και την Τρίτη της Λαμπρής, όλη την ημέρα, στην αυλή της εκκλησίας της Αγίας Βαρβάρας του χωριού μας γινόταν τρικούβερτο γλέντι με κλαρίνα και βιολιά, ντέφια και λαούτα. Οι χωριανοί, αφού πρώτα έτρωγαν κι έπιναν στα σπίτια τους, στη συνέχεια πήγαιναν στην αυλή της εκκλησίας που ήταν το χοροστάσι του χωριού, για να γλεντήσουν και να γιορτάσουν την Ανάσταση του Χριστού.

Όλοι σχεδόν οι χωριανοί παρευρίσκονταν στον τόπο εκείνο της χαράς, κανένας δεν έλειπε. Ακόμα και οι γερόντοι του χωριού μας συμμετείχαν στο γλέντι, με το δικό τους τρόπο. Κάθονταν στο πεζούλι της αυλής και έλεγαν για τα περασμένα τους  τόσο παραστατικά και με τόσο χιούμορ, που χαιρόταν κανένας να τους ακούει.

 Πιο πέρα κάθονταν οι γριές του χωριού και κουβέντιαζαν για τα γιατροσόφια που σκαρφίζονταν και τα βότανα που χρησιμοποιούσαν για να βρουν την υγεία τους και μέσα, μέσα κουτσομπόλευαν κι εκείνους ή εκείνες που χόρευαν με κέφι, χωρίς σταματημό τους λεβέντικους χορούς του τόπου μας…..

Όλα όμως σταματούσαν με μιας, όταν χτυπούσε η καμπάνα για τον εσπερινό, τον οποίο παρακολουθούσαν με κατάνυξη και θρησκευτική ευλάβεια όλοι οι χωριανοί. Μετά το τέλος του εσπερινού, συνεχίζονταν οι χοροί και τα τραγούδια από τους οργανοπαίχτες μέχρι το ηλιοβασίλεμα, οπότε ένας, ένας οι χωριανοί αντάλλαζαν μεταξύ τους τις συνηθισμένες ευχές, έκαναν τον σταυρό τους, ασπάζονταν την εικόνα της Αναστάσεως και έφευγαν χαρούμενοι για τα σπίτια τους,

Το πατροπαράδοτο αυτό έθιμο που επέζησε στα χρόνια της τουρκοκρατίας και που έφτασε ως τις δικές μας μέρες, εδώ και μερικές δεκαετίες έσβησε για πάντα και σήμερα δυστυχώς, ξεχάστηκε τελείως. (Πηγή : ΤΟ ΑΣΤΡΟΧΩΡΙ ΑΡΤΑΣ, Α. Ν. Αθανασάκης, Αθήνα, 2000)

Στη φωτογραφία Πανηγύρι Τρίτης του Πάσχα στην Αγία Τριάδα στο Δίστρατο το 1959. Διπλός χορός. (Πηγή : ΤΟ ΔΙΣΤΡΑΤΟ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑΜΕ, Χ. Ντάλας, Αθήνα, 2008)

Στη φωτογραφία Πανηγύρι Τρίτης του Πάσχα στην Αγία Τριάδα στο Δίστρατο το 1959. Διπλός χορός. Από την πρώτη σειρά από αριστερά : Γιαννούλα Ντούλα, Περικλής Βόβλας, Χριστίνα Βόβλα, Τούλα Αποστόλη, Χρήστος Αποστόλης, Τούλα Α. Ντάλα, Ευθαλία Παπανικολάου, Γλυκερία Κ. Βάσιου, Γεωργία Γ. Βάσιου, Γιαννούλα  Αποστόλη, Σταυρούλα Α. Ντάλα.

Δεύτερη σειρά : Δημήτρης Βόβλας, Πάνος Γ. Βόβλας, Ξενοφών Γ. Βάσιος, Θεόδωρος Τρομπούκης, Χωροφύλακας, Αθανάσιος Ντάλας. Δεξιά, εκτός χορού Λεωνίδας Ντάλας. (Πηγή : ΤΟ ΔΙΣΤΡΑΤΟ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑΜΕ, Χ. Ντάλας, Αθήνα, 2008)

Δημοσιεύθηκε στη Το Πάσχα στην Άρτα | Σχολιάστε

Μεγάλο Σάββατο…

“Το αρνί έτοιμο για τη σούβλα”. (Φωτο από αρχείο Ρούλας Χήνου, Λεύκωμα ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΗΠΕΙΡΩΤΙΣΣΕΣ, Αθήνα, 2007)

Το Μεγάλο Σάββατο, μετά τη λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου και τη θεία μετάληψη, κλείνει ο κύκλος της λύπης και της περισυλλογής κι η Μεγάλη Σαρακοστή των επτά εβδομάδων δίνει τη σκυτάλη στην εβδομάδα της χαράς και μόνο τ’ αρνιά και τα κατσίκια βελάζουν περίλυπα, δεμένα στις αυλές που βλέπουν θλιμμένα τους χασάπηδες ν’ ακονίζουν τα μαχαίρια και τις χατζάρες τους. Το μεσονύχτι η καμπάνα θα χτυπούσε χαρμόσυνα και θ’ αναστάτωνε την ησυχία της νύχτας. Κι όλα, μα όλα, μας φαίνονταν σαν ευλογία θεού!….(Πηγή : Άρθρο του Πέτρου Θ. Σκουτέλα , ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, τχ. 273, 2002)

Ευλογημένη Πασχαλιά, με το βραδινό ντιντίνεμα της καμπάνας.

Ευλογημένο το αρνί, που θυσιάζεται, στου πασχαλινού τραπεζιού την ανάγκη,

Ευλογημένο το φως της Ανάστασης, που φέρνει γαλήνη στον κόσμο!….

Δημοσιεύθηκε στη Το Πάσχα στην Άρτα | Σχολιάστε

Οι περιφορά των Επιταφίων στην Άρτα την δεκαετία του ’70

Περιφορά του Επιταφίου την δεκαετία του ’70 στη Σκουφά, Ενορία Παντοκράτορα – Ο Βαγγέλης Γκούντας κρατάει τον Σταυρό. (Φωτο από αρχείο Γιάννη Νίκα)

Όταν ήμουν μικρός άκουγα ότι την Μεγάλη Πέμπτη ξενυχτούν στις εκκλησίες για να στολίσουν τον επιτάφιο. Άλλοι πηγαίνουν στους κήπους και κόβουν λουλούδια, άλλοι φτιάχνουν τον διάκοσμο του επιταφίου, άλλοι κτυπάνε συνεχώς λυπητερά την καμπάνα. Έπρεπε να μπω στη εφηβεία για να ζήσω κι εγώ αυτή την κατάσταση.
Η πρώτη μου εμπειρία ήταν στην Αγία Θεοδώρα. Δεν είχα αναλάβει κάποια δουλειά, απλώς χάζευα μαζί με άλλους αργόσχολους. Σαν απλός παρατηρητής είδα πως κολλούσαν τα πέταλα των λουλουδιών το ένα διπλά στο άλλο και φτιάχνανε τα σχέδια που κάποιος είχε προετοιμάσει σε χοντρό χαρτόνι. Ηλικιωμένες κυρίες φέρνανε καφέδες και κερνούσαν αυτούς που δούλευαν για να μην νυστάξουν. Έπεφτε δουλειά από μερικούς και φλερτ από τους περισσότερους.

Περιφορά του Επιταφίου την δεκαετία του ’70 στη Σκουφά. (Φωτο από αρχείο Γιάννη Νίκα)


Την επόμενη χρονιά επανέλαβα το ξενύχτι αλλά αυτή τη φορά περιφερόμενος από εκκλησία σε εκκλησία.
Την τρίτη χρονιά περιφερόμουν από καπηλειό σε καπηλειό, γιατί οι εκκλησίες είχαν κλείσει πόρτες, για να αποφύγουν τους άσχετους που κάνανε φασαρία και ενοχλούσαν αυτούς που δούλευαν. Γι αυτό κι εγώ στράφηκα σε άλλα στέκια. Με την συντροφιά «γερών ποτηριών» κατέληξα στο πατάρι της ταβέρνας ενός φίλου που σέρβιρε στα κρυφά και στα σκοτεινά, γιατί η ώρα ήταν περασμένη και δεν επιτρέπονταν να λειτουργεί. Περνούσαμε πολύ ωραία έτσι στην παρανομία και στο σκοτάδι, πίναμε τραγουδούσαμε, μέχρι που ήρθε η αστυνομία και ο αγουροξυπνημένος πατέρας, που είχε άγνοια του τι επικρατούσε στο μαγαζί του. Έριξε μια κατσάδα στο γιό του, ενώ εμείς για να μην θεωρηθούμε συνεργοί ,παίρναμε το μέρος του γονέα και αφήναμε το φίλο μας ανυπεράσπιστο.
Μεσολάβησε ένα διάστημα όπου το έθιμο από πολλούς θρησκευόμενους χαρακτηρίστηκε νυφοπάζαρο, και προκειμένου να καταργηθεί, οι εκκλησίες παράγγειλαν επιταφίους με ξυλόγλυπτο διάκοσμο. Όμως σε πείσμα όλων αυτών, πιστοί και μη, συνέχιζαν τις ολονυχτίες, επιμένοντας να στολίζουν και τους προκάτ επιτάφιους, βάζοντας πραγματικά άνθη πάνω στα ψεύτικα του διακόσμου. Και εννοείται οι ερωτιδείς δεν έπαψαν τις αναζητήσεις τους.
Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής στην περιφορά των επιταφίων κάθε χρόνο ξεχώριζε ο επιτάφιος της Παρηγορήτισσας για τον περίτεχνο στολισμό και το ιδεολογικό του περιεχόμενο. Αντιπολεμικά και οικολογικά συνθήματα, κομμουνιστικά σφυροδρέπανα, καθώς και μια έκκληση να σώσουμε τον ναό τότε που κινδύνευε να καταρρεύσει. Όταν γίνονταν οι βομβαρδισμοί στην Γιουγκοσλαβία (1999) ο επιτάφιος είχε σχεδιασμένο τον στόχο με τον οποίο οι κάτοικοι της χώρας βγαίνανε στο δρόμο και στις γέφυρες, για να διαμαρτυρηθούν για τις καταστροφές που τους προκαλούσαν τα αμερικάνικα αεροπλάνα.
Τελευταία (2013) ο συμβολισμός στον επιτάφιο ήταν δυσανάγνωστος. Μάλλον επρόκειτο για κώδικα που ήθελε αποκρυπτογράφηση. Τι αλήθεια σήμαιναν τα δύο Φ που μοιάζανε κρεμασμένα σε μια ζυγαριά; Την λύση δώσανε αργότερα οι καλλιτέχνες. «Φωτιά στους φασίστες».

Περιφορά του Επιταφίου την δεκαετία του ’70 στη Σκουφά. (Φωτο από αρχείο Γιάννη Νίκα)


Παλιότερα η θρησκεία εκτός από κατάνυξη επέβαλε και μια αίσθηση πένθους στους πιστούς. Στους ναούς επικρατούσε το μαύρο. Μαύρες κουρτίνες, μαύρες κορδέλες, σκούρες λαμπάδες. Και στις διασκεδάσεις οι άνθρωποι έπρεπε να είναι συγκρατημένοι. Όχι τραγούδια, όχι γέλια. Αργότερα όταν ήρθε η τηλεόραση καθ’ όλη την διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας δεν μεταδίδονταν το καθιερωμένο ψυχαγωγικό πρόγραμμα, παρά ρέκβιεμ, ψαλμοί και ακολουθίες σε απευθείας μετάδοση. Οι κινηματογράφοι της πόλης πρόβαλλαν ταινίες με τα πάθη του Χριστού. (Πηγή : Άρθρο του Σωτήρη Σαρλή όπως δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιό του στo facebook)

Δημοσιεύθηκε στη Το Πάσχα στην Άρτα | Σχολιάστε

Tο μικρό σπίτι στην άκρη του περίβολου της Παρηγορήτισσας

Μια ακόμη φωτογραφία του Ολλανδού φωτογράφου Cas Oorthuys από το πέρασμά του από την Άρτα, την δεκαετία του ’50. Το σπίτι είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα των φτωχικών σπιτιών της πόλης αποτελούμενο συνήθως από δύο μικρά δωμάτια. Δεν λείπουν βέβαια οι ασβεστωμένοι τενεκέδες, γεμάτοι με λουλούδια….

(Πηγή : https://www.nederlandsfotomuseum.nl/)

Δημοσιεύθηκε στη Η Αρχιτεκτονική στην Άρτα και την γύρω περιοχή | Σχολιάστε

Η Μεγάλη Παρασκευή στην προπολεμική Άρτα…

“Περιμένοντας την περιφορά των επιταφίων στην οδό Σκουφά, Άρτα 1958”. Φωτο από αρχείο Σωτήρη Σαρλή.

“……….Μεγάλη Παρασκευή. Ο Επιτάφιος του Αγίου Γεωργίου, της ενορίας μου, ξημέρωνε ανθοστόλιστος. Όλη τη νύχτα της Μ. Πέμπτης, ενώ οι νοικοκυρές άκουαν και μετά την Καθήλωση τα υπόλοιπα Ευαγγέλια μέχρι τέλους τής λειτουργίας, εμείς τα παιδιά τής ενορίας κλέβαμε τα λουλούδια από τούς κήπους τής γειτονιάς και τα κουβαλούσαμε αγκαλιές στις ανύμφευτες κοπέλες της εvoρίας μας, που με καλό γούστο, αναλάβαιναν να στολίσουν τον επιτάφιο. Αμοιβή για τις εξαίρετες αυτές υπηρεσίες μας ήταν το προνόμιο να βαράμε πρώτοι κι όσο θέλαμε—με τη σειρά καθένας της παρέας μας—λυπητερά την καμπάνα όλη τη μέρα τής Μεγάλης Παρασκευής. Τη νύχτα της Μ. Παρασκευής ή περιφορά των επιταφίων και τα καλλιστεία από τον κόσμο, στον καλύτερα στολισμένο. Ξεκινούσαμε—για την ενορία μου, του Αι Γιώργη μιλάω—όλοι με τις κίτρινες λαμπάδες αναμμένες. Ο Παππάς, οι ψάλτες, οι επίτροποι της εκκλησίας, ο Σταυρός του Εσταυρωμένου, τα φανάρια και τα εξαπτέρυγα. Ο επιτάφιος στην πλάτη τεσσάρων ρωμαλέων ευσεβών ενοριτών και στα πλάγια τιμητική φρουρά από στρατιώτες με τα όπλα «υπό μάλης» όπως προβλέπει ο στρατιωτικός κανονισμός για τις κηδείες επιφανών στρατιωτικών. Με το απλοϊκό παιδικό μου μυαλό εξηγούσα αυτή την τιμητική παρουσία τής στρατιωτικής φρουράς, από το στίχο του επιτάφιου θρήνου «καί άγγέλων στρατιαί έξεπλήττοντο, συγκατάβασιν δοξάζουσαι τήν σήν». Τον φανταζόμουνα το Χριστό μας αρχιστράτηγο κι έλεγα μέσα μου γεμάτος φανατισμό και μίσος, γιατί δεν έκανε ένα νόημα σ’ όλες αυτές τις στρατιές των αγγέλων, να χυμήξουν και να κάνουν σκόνη στο λεπτό, και τους παλιοεβραίους και τους ρωμαίους. Καθώς βγαίναμε από την εκκλησία, μπαίναμε στη σημερινή οδό Αμβρακίας. Στην αρχή της, εκεί πού είναι τώρα το οικοδομικό συγκρότημα Σιμόπουλου, στο βάθος ήταν οι Φυλακές. Εμείς οι μικροί μπροστά κανοναρχούσαμε… κύριε ελέησον, κύριε ελέησον…..Οι ψάλτες έψελναν με τα κεφάλια σκυμμένα, γιατί διάλεγαν τον τόπο, στον άθλιο δρόμο πού ήταν γεμάτος λακκούβες, πολλές φορές και με βρόχινα νερά, μη σκοντάψουν οι άνθρωποι και τσακιστούν. Οι φυλακές κατάφωτες. Σταματούσε λίγα λεπτά εδώ ή πομπή για μια ευχή χάριν των φυλακισμένων «έν φυλακαΐς ήμην καί ούκ έπισκέψασθέ με». Στην πόρτα ό Διευθυντής κι οι επιστάτες με αναμμένες τις λαμπάδες τους, έκαναν το σταυρό τους κι η φρουρά παρουσίαζε όπλα. Από τα κενά πού είχαν οι σιδεριές των παραθύρων των δυο ορόφων της φυλακής, άλλοι κρατούμενοι είχαν βγάλει τις αναμμένες λαμπάδες τους και τις κουνούσαν ανεμίζοντας τις φλόγες τους, άλλοι έκαναν το σταυρό τους κι όλοι μαζί εύχονταν με δυνατές φωνές πού έφταναν έως εμάς «Χρόνια πολλά—καλή Ανάσταση». Ύστερα προχωρούσαμε και μπαίναμε στην Εβραϊκή συνοικία της οδού Τζαβέλλα, για να βγούμε στην πλατεία του Αγίου Δημητρίου. Εκεί θα περνούσαν όλοι οι επιτάφιοι κι ο κόσμος συγκεντρωμένος θα έκρινε ποιος ήταν ο καλύτερος……” (Πηγή : Άρθρο του Νίκου Ευταξία στο Περιοδικό ΣΚΟΥΦΑΣ, τχ. 54-55,1980)­

Δημοσιεύθηκε στη Το Πάσχα στην Άρτα | Σχολιάστε

Αγία Θεοδώρα – 1950ς

“Ανάβοντας κερί στην εκκλησία της Αγίας Θεοδώρας – 1950ς” Φωτογραφία του Cas Oorthuys, https://www.nederlandsfotomuseum.nl
Δημοσιεύθηκε στη Οι Εκκλησίες | Σχολιάστε

Το στόλισμα του Επιταφίου στην Άρτα……

Το μάζεμα των λουλουδιών για το στόλισμα του επιτάφιου, άρχιζε από την Κυριακή των Βαΐων και συνεχιζόταν μέχρι το πρωί τής Μεγάλης Παρασκευής. Κατά κανόνα τα λουλούδια έπρεπε να είναι φυσικά. Σε περιπτώσεις όμως πού για διάφορους λόγους, χρησιμοποιούνταν τεχνητά λουλούδια, ο επιτάφιος υποβιβαζόταν σέ δεύτερης κατηγορίας επιτάφιο. Τα λουλούδια αναζητιούνταν στους κήπους και στις βεράντες των σπιτιών της ενορίας. Αν όμως το Πάσχα ήταν πρώιμο ή η Άνοιξη όψιμη, τότε τα λουλούδια δεν ήταν πολλά κι’ ήταν ανάγκη ν’ «αρπαχτούν» από σπίτια άλλων, αντίπαλων ενοριών, των οποίων ο επιτάφιος θα γινόταν λιγότερο ανταγωνιστικός. Φτάνουμε έτσι στο άρπαγμα—κλέψιμο των λουλουδιών. Τα λουλούδια για τα οποία γίνονταν πραγματικές βραδινές επιχειρήσεις, ήταν κυρίως ζουμπουϊές (ροζ—μωβ—άσπρες), χιόνια και τριαντάφυλλα. Το κλέψιμο των λουλουδιών είχε υιοθετηθεί απ’ όλους και ολόκληρες ομάδες αγοριών κυρίως, έπαιρναν ενεργό μέρος.

Χρονολογικά το επεισόδιο που θα αφηγηθώ τοποθετείται στα 1930-34, όταν  ήμουνα μαθητής του 2ου Δημοτικού (στο Ρολόϊ). Τότε η οικογένειά μου έμενε στην πλατεία Μονοπλιού (εκεί πού σήμερα είναι το παντοπωλείο Κ. Μπανταλούκα). Στο ισόγειο ήταν ο φούρνος του πατέρα μου κι’ από πάνω το σπίτι μας. Έτσι, λόγω θέσεως, υπαγόμασταν στην ενορία του Αγίου Γεωργίου. Μαζί με αρκετούς συνομηλίκους μου είχα λάβει μέρος σε πολλές νυκτερινές επιχειρήσεις «κλεψίματος» λουλουδιών. Απ’ τους πιο δραστήριους θυμάμαι τους Κ. Λογοθέτη, Π. Λαλαγιάννη, Θ. και Σ. Αγόρο, Ι. Γαλανό, Κ. Παναγιώτου, Κ. Λιβέρη, Κ. Σιώκο, X. Σίτα, Β. Καράλη, Γ. Μπλέτσο, Γκόγκο κ.ά. Το γενικό σχεδίασμα των επιχειρήσεων είχε ο Χαρίλ. Χουλιάρας. Θ’ αναφερθώ λοιπόν σε μια απ’ τις εξορμήσεις. Είχαμε επισημάνει το σπίτι της κυρά Χαρίκλειας της Συρεπίσιενας, μητέρας του καθηγητή  Ηρακλή Συρεπίσιου. Σε μια μικρή ταράτσα με αλτάνες, έδιναν κι’ έπαιρναν οι ζουμπουϊές. Το σπίτι αυτό υπαγόταν στην Ενορία της Αγιά – Σοφιάς κι’ ήταν ακριβώς απέναντι απ’ την Κασσοπίτρα. Μια βραδιά της Μεγ. Εβδομάδας, κανονίσαμε για την επιχείρηση, που κρατιούνταν μυστική. Η ταράτσα είχε ύψος τέσσερα περίπου μέτρα. Έπρεπε λοιπόν νάχουμε σκάλα. Μετά τα μεσάνυχτα μαζευτήκαμε κάπου δέκα παιδιά. Είχαμε μαζί μας σκάλα, και βαρελότα. Στην παρέα προστέθηκε την τελευταία στιγμή κι’ ο Γιώργος Χαρ. Μπανταλούκας. Αξίωσε μάλιστα να ανεβεί αυτός στην ταράτσα να κόψει τις ζουμπουϊές. Ίσως ήθελε να μας πείσει πώς ήταν κι’ αυτός δραστήριος κι’ άξιος γι’ αυτές τις δουλειές, γιατί θεωρούνταν παιδί του σπιτιού κι’ όχι «σπόρος», όπως εμείς οι άλλοι. Βάλαμε λοιπόν τη σκάλα, πιάσαμε τσίλιες κι’ ο Γιώργος ανέβηκε στην ταράτσα. Όμως η κυρά-Χαρίκλεια αγρυπνούσε. Άκουσε θόρυβο, κατάλαβε τι γινόταν κι’ έβαλε τις φωνές. Κάποιος από μας τους κάτω, πέταξε βαρελότο. Η κυρά Χαρίκλεια λιποθύμησε. Αλλά κι’ εμείς, σε χρόνο μηδέν, αρπάξαμε τη σκάλα και το βάλαμε στα πόδια. Ο φουκαράς ο Γιώργος έμεινε αμανάτι πάνω στην ταράτσα. Τρέξαμε λοιπόν στην Εκκλησία, οπού μεταφέραμε την είδηση και κρυφτήκαμε στο ταβάνι. Ευτυχώς η κυρά—Συρεπίσιενα δεν έπαθε τίποτε. Την άλλη μέρα κινητοποιήθηκαν οι Επίτροποι της Εκκλησίας, ακόμη κι’ ο τότε δεσπότης Σπυρίδων Γκινάκας κι’ ο Γιώργος αφέθηκε ελεύθερος. Δεν θυμάμαι αν ξαναπήρε μέρος σε άλλη τέτοια εξόρμηση ο Γιώργος, που δίκαια μας κατηγορούσε ότι τον εγκαταλείψαμε…” (Πηγή : Άρθρο του Παύλου Έξαρχου στο Περιοδικό ΣΚΟΥΦΑΣ, τχ. 54-55, 1980)­

“Σπίτι με αλτάνες στην Άρτα” σε φωτογραφία του Αριστοτέλη Ζάχου το 1916.(Πηγή : ΗΠΕΙΡΟΣ-ΘΕΣΣΑΛΙΑ-ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, “Μέσα από το φακό του Α. Ζάχου” (2007), Αρχεία Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής , Μουσείο Μπενάκη)
Δημοσιεύθηκε στη Το Πάσχα στην Άρτα | Σχολιάστε

Το μεταθανάτιο πορτραίτο στις αρχές του εικοστού αιώνα….

Οπτική απεικόνιση της κηδείας εξέχοντος ατόμου, πιθανόν Δημάρχου, στην Άρτα, στις αρχές του 20ου  αιώνα (Φωτο από αρχείο Τάκη Ζαρκαλή)

Η οπτική απεικόνιση του θανάτου με φωτογραφική μέθοδο, που αναπτύχθηκε κατά τον 19ο αιώνα, είναι μία από τις πάρα πολλές προσπάθειες που έχουν γίνει για τη συμφιλίωση του ανθρώπου με τον τερματισμό της ζωής. Οι εικόνες αυτές ήταν, μερικές φορές, τα δευτερεύοντα προϊόντα κοινωνικών πρακτικών, όπως π.χ. νεκρώσιμων τελετών και ταφών. Σε όλες τις περιπτώσεις, όμως, αντανακλούν μια ορμέμφυτη τάση, χαρακτηριστική της εποχής κατά την οποία δημιουργήθηκαν. Αυτή η τάση μπορεί να περιγραφεί ως μια ρομαντική και συναισθηματική επιθυμία των ανθρώπων να υπερνικήσουν το γεγονός του οριστικού χωρισμού καθώς ο άνθρωπος του 19ου αιώνα επιδίωκε να διατηρήσει ζωντανό στη μνήμη το πρόσωπο που πέθανε, με κάθε δυνατό τρόπο. Οπτικά είδωλα, ιδιαίτερα φωτογραφίες, παρείχαν κάποιους από τους πλέον αποτελεσματικούς και συναισθηματικά ικανοποιητικούς τρόπους για να επιτευχθεί αυτό. Τέτοιες φωτογραφίες θεωρούνταν γενικά «θεραπευτικές», ενώ παράλληλα επαλήθευαν το θάνατο κάποιου προσώπου στους συγγενείς που έμεναν μακριά.

Ο μεγάλος αριθμός φωτογραφικών διαφημίσεων, σχετικών με το θέμα αυτό στο εξωτερικό, υποδηλώνει ότι το νεκρικό πορτρέτο ήταν ευρέως διαδεδομένο, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορούσε τα παιδιά. Η κλασική πόζα, σαν αυτό να κοιμάται, αντιπροσώπευε την έκφραση της χριστιανικής πεποίθησης για την ανάσταση των νεκρών. Η νεκρική φωτογραφία ήταν για πολλούς το μοναδικό φωτογραφικό πορτρέτο που υπήρχε. Αποτελούσε, λοιπόν, την τελευταία ευκαιρία για την καταγραφή των χαρακτηριστικών κάποιου αγαπημένου, τον οποίο ο θάνατος απαίτησε τόσο ξαφνικά.

Τα μεταθανάτια πορτρέτα της πρώιμης περιόδου (1850-1875) διαθέτουν αρκετές ομοιότητες μεταξύ τους. Τα πιο πολλά είναι κοντινά πορτρέτα από τη μέση και πάνω, που δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στα χαρακτηριστικά του προσώπου. Αν τυχαίνει να φαίνεται και ο περιβάλλων χώρος, αυτός συνήθως είναι το εσωτερικό κάποιου σπιτιού. Βιβλία, λουλούδια ή θρησκευτικά αντικείμενα, όπως κεριά ή σταυρός, τοποθετούνται ενίοτε στα χέρια ή στο στήθος του νεκρού. Η πόζα ουσιαστικά εκφράζει τα συναισθήματα προς τον νεκρό. Προς τα τέλη του 19ου αιώνα επικρατούσε η αντίληψη ότι ο θάνατος δεν επήλθε πραγματικά. Οι άνθρωποι δεν πέθαιναν, αλλά απλά κοιμόντουσαν. Ουσιαστικά αναπαύονταν από τις εργασίες τους. Η ανάγκη να δημιουργήσουν τη φαντασίωση της ζωής ήταν τόσο έντονη, ώστε ο φωτογράφος συχνά τραβούσε τη φωτογραφία ενός ξαπλωμένου ατόμου και κατόπιν γύριζε την εικόνα κατά ενενήντα μοίρες, έτσι ώστε να φαίνεται ότι ήταν καθιστά. Ο Φίλιππος Μαργαρίτης είναι ο πρώτος Έλληνας ο οποίος μεταξύ των θεμάτων που φωτογράφισε ήταν και νεκρικά πορτρέτα μικρών παιδιών και επιφανών ανδρών της εποχής του. Πρόκειται φωτογραφίες αλμπουμίνας, τις οποίες τράβηξε την περίοδο 1855-1870. Οι λήψεις είναι συνήθως κοντινές και περιλαμβάνουν τον νεκρό, ολόκληρο ή σε μπούστο, στο κρεβάτι του.

Προς τα τέλη του 19ου αιώνα και αρχές του 20ου  εμφανίστηκαν και φωτογραφίες που περιλάμβαναν και τους συγγενείς που βρίσκονταν πίσω ή γύρω από το νεκρό. Οι λήψεις αυτές χρειάζονταν αρκετή ώρα μέχρι να τοποθετηθούν όλοι στην κατάλληλη θέση, ανάλογα με το βαθμό συγγένειας που είχαν με τον νεκρό. Κατά τον 20ο  αιώνα γίνονταν και λήψεις όπου όλοι οι κάτοικοι ενός χωριού στέκονταν γύρω από το ανοικτό φέρετρο, στο προαύλιο της εκκλησίας.

Νεκρικά πορτρέτα συναντώνται στο εξής και σε άλλες επαρχιακές πόλεις της Ελλάδας. Στην Άρτα μια μεγάλη συλλογή από νεκρικά πορτραίτα υπάρχει στο φωτογραφικό αρχείο του Δημήτρη Ν. Μητσιάνη. (Πηγή : ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ 1839 – 1970, Άλκης Ξ. Ξανθάκης, Αθήνα, 2008)

Κηδεία του Βασιλείου Παπακώστα στο Συράκο το 1909.  Αριστερά η σύζυγός του, Αικατερίνη (Φωτο από αρχείο Πάνου Παπακώστα όπως δημοσιεύτηκε στο Λεύκωμα, ΣΥΡΡΑΚΟ, ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ, Ιωσήφ Ζιώγας, Ιωάννινα 2006)
Δημοσιεύθηκε στη Η Άρτα στο πέρασμα του χρόνου | Σχολιάστε

Το Πάσχα στα Θεοδώριανα…….(συνέχεια)

“……..H εκκλησία στις «αγρυπνίες» γινόταν ολόφωτη από τα κεριά και τις λαμπάδες του πυκνού εκκλησιάσματος. Κι ήταν αυτό που ενίσχυε την πίστη, την αίσθηση και την μυστικοπάθεια των πιστών. Μια ατμόσφαιρα γεμάτη έκσταση και κατάνυξη.

Μέσα σ’ αυτή την κατανυκτική ατμόσφαιρα αναπέμπονταν οι δεήσεις με τους ωραιότατους ψαλμούς και ύμνους ….Και η μελωδική φωνή του παπα- Αλέξη σε τόνους βυζαντινούς, δονούσε σ’ όλον τον ιερό χώρο και σκέπαζε πατρικά το εκκλησίασμα. Ο αείμνηστος Παπαλέξης, εφημέριος του ιερού ναού Αγίου Γεωργίου Θεοδωριάνων ήταν φιλόδοξος για την προκοπή και το καλό του χωριού. Βοηθούμενος κι απ’ τον υπέργηρο Παπαχρήστο, σεβάσμιες μορφές αμφότεροι…..

Την Μ. Πέμπτη ξαμολιόμασταν εμείς τα παιδιά από το πρωί στις εξοχές, για να μαζέψουμε λουλούδια, που θα στολίζαμε την άλλη μέρα τον Επιτάφιο. Στις πράσινες λακούλες και τις χέρσες ακόμα χωραφιές μαζεύαμε άσπρες μαργαρίτες και κάτι μικρά κίτρινα λουλούδια που τα κάναμε στεφάνια. Τις πασχαλίτσες (που στην Κατοχή με τη μεγάλη πείνα τις τρώγαμε ωμές! Τα ίτσια με το ψηλόλεπτο κοτσιάνι και το γυρτό κεφαλάκι, που έντονα μοσχοβολούσαν κιόλας, τ’ αναζητούσαμε στα όχτια και τις παραβόλες των χωραφιών κάτω από τα αγκαθωτά βάτα. Εμείς τα σχολοπαίδια ασχολούμασταν μερικά με την ψαλτική. Τους περισσότερους στίχους των Χαιρετισμών και του Επιταφίου τους είχαμε μάθει απ’ έξω.  Το βραδάκι της Μ. Παρασκευής κατάμεστη η εκκλησία από πιστούς θα’ ταν και ξενιτεμένοι χωριανοί, που θα’ ρχονταν να γιορτάσουν το Πάσχα με τους δικούς τους. Σχηματίζαμε μικρά γκρουπ και ψάλλαμε και συναγωνιζόμασταν μάλιστα πιο γκρουπ θα βγει το καλύτερο…….” (Πηγή : Άρθρο του Πέτρου Θ. Σκουτέλα , ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, τχ. 273, 2002)

Στη φωτογραφία “Το στόλισμα του Επιταφίου την Μεγάλη Παρασκευή στην Αγία Τριάδα στο Δίστρατο. Όρθιοι από αριστερά : Δημητρούλα Τσαρακλή, Τάκης Τζαμάκος, Αργυρώ Σιαφαρίκα. Καθιστοί : Ματθία Τζαμάκου και Λουκία Φλώρου”. (Πηγή : ΤΟ ΔΙΣΤΡΑΤΟ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑΜΕ, Χ.  Β. Ντάλας, Αθήνα, 2008) )

Δημοσιεύθηκε στη Το Πάσχα στην Άρτα | Σχολιάστε

Περιμένοντας το Πάσχα στα Θεοδώριανα…….

“Στο Παζάρι το Πάσχα 1928 -30”, Έλλη Παπαδημητρίου, Λεύκωμα  ΠΑΛΙΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
Ήπειρος – Μακεδονία, Αθήνα, 1977)

———————

“Θυμάμαι σαν τώρα, πως και πως περιμέναμε να έρθει το Πάσχα. Και περισσότερο δε εμείς που νηστεύαμε όλη τη μεγάλη Σαρακοστή. Άλλοι χωριανοί νήστευαν μόνο την πρώτη και τελευταία εβδομάδα της Σαρακοστής. Έτσι τη βγάζαμε 49 ολόκληρες μέρες με σαρακοστιανά φαγητά (ελιές, χαλβά, φακές, φασόλια με λιασμένα κορόμηλα, κουρκούτι ξηροκαμμένη, μαντζιόνα (αλεύρι καλαμποκίσιο βρασμένο με νερό), ζεματούρα κ.α.)

Μόλις περνούσαν, λοιπόν, οι Απόκριες, με τα ξηροκαμμένα αρνιά στη γάστρα κι οι λογιαστές πίτες ( τυρόπιτες, τραχανόπιτες, κρεατόπιτες…..) έδιναν τη θέση τους στην Καθαρά Δευτέρα με τα σκορδάκια, τα κρεμμυδάκια, με τουρσιά ταραμάδες κι αντί για πιταστή τη ροκίσια κουλούρα και μ’ όλα τα υπαίθρια ξεφαντώματα του γλεντιού με χορούς και τραγούδια, αλλά και του αποχαιρετισμού της γαστρικής ευωχίας…! Την άλλη μέρα άρχιζε η Σαρακοστή με τη νηστεία και την προσευχή. Κι όλοι οι κάτοικοι του χωριού στις καθημερινές τους ασχολίες, που αποσκοπούσαν οι περισσότερες και στη μεγάλη γιορτή της ΛΑΜΠΡΗΣ….

Οι νοικοκυρές θ’ αποδύονταν στο μάζεμα των αυγών μια και δεν υπήρχε οικιακή κατανάλωση, λόγω Σαρακοστής. Έπαιρναν τ’ αυγά απ’ τις φωλιές στην ποδιά και τα εναποθήκευαν στο κατώι, σ΄ ένα καλάθι. Τα βάζαν κατά σειρές κι ανάμεσά τους για προστασία τοποθετούσαν ξηρά χορτάρια (ψιλά άχυρα, ροκόφυλλα κ.α.). Απ’ αυτά θα μας έδιναν και σε μας τα παιδιά για ν’ αγοράσουμε κανένα τετράδιο απ’ το μαγαζί για το σχολείο μια και οι παράδες ήταν λιγοστές εκείνα τα χρόνια. Απ’ αυτά τα αυγά θα φιλεύονταν τα παιδούρια, που λέγαν τα κάλαντα στις γιορτές του Ευαγγελισμού, του Λαζάρου και της Μεγάλης Παρασκευής. Άλλα θα δίνονταν σ’ επισκέπτες κι άλλα θα βάφονταν τη Μ. Πέμπτη………….

Εμείς τα παιδιά, εκτός απ’ το σχολείο και τα παιγνίδια, φροντίζαμε και τα μανάρια για βοσκή. Καρτερούσαμε τις γιορτές Ευαγγελισμού, Λαζάρου και Μ. Παρασκευής, που με το στολισμένο καλαθάκι και παρεούλες δυο-δυο, θα γυρίζαμε όλα τα σπίτια για να πούμε τα κάλαντα…………….

Το Μεγαλοβδόμαδο ήταν πολύ κουραστικό. Από την αρχή της εβδομάδας θ’ άρχιζε η γενική καθαριότητα του σπιτιού, θα μετατοπίζονταν από τη θέση τους όλα τα σέια (διάφορα συγύρια) του σπιτιού για μια απαστράπτουσα καθαριότητα. Κασέλες, μπαούλα, μπουφέδες, καρέκλες κι όλα τα συγύρια θα μεταφέρονταν άλλα μέσα κι άλλα έξω απ’ το σπίτι, για ν’ ασβεστωθούν οι τοίχοι σ’ όλα τα δωμάτια. Και τα πολύχρωμα χοντροσκούτια που αποτελούσαν το γοίκο θα ξεδιπλώνονταν και θ’ απλώνονταν για να τα βαρέσει λίγο ήλιος και για ν’αεριστούν. Και σε δυο τρεις μέρες τελείωνε το ασβέστωμα και παντού κυριαρχούσε ασπρίλα.

Οι τοίχοι, τα σκαλοπάτια, τα πέτρινα πεζούλια, οι πλάκες της αυλής  μέχρι που θα ζωγραφίζονταν και οι αρμοί με τη βούρτσα στο χέρι, καθώς και οι γλάστρες των λουλουδιών και η εξώπορτα. Κι όλα μύριζαν ασβέστη και καθαριότητα. Ήταν όμορφα τη Μεγάλη Εβδομάδα στο χωριό!!! Όταν χτύπαγε, κατά το σούρουπο η καμπάνα στις αγρυπνίες ή νυχτιές  (στην Ήπειρο τις λένε “καλονυχτιές”), όλα τα δρομάκια γέμιζαν απ’ ανθρώπινες σιλουέτες κι όλα οδηγούσαν στο μεσοχώρι, στην κεντρική μας εκκλησία που είναι τ’ Άι- Γιώργη.  Κι οι δρόμοι φωτίζονταν από τα ψυχοκέρια και τα έγχρωμα χάρτινα φαναράκια που τα κρατούσαμε περίχαρα εμείς τα παιδιά.  Τα φαναράκια δεν πουλιόνταν στα μαγαζιά του χωριού και παιδευόμασταν μόνοι μας για μέρες να τα συνταιριάξουμε. Κόβαμε, θυμάμαι με το ψαλίδι κόλλες από τετράδια, χαρτόνια, μπογιές και ζυμάρι για να τα κολλήσουμε……….” (συνεχίζεται…)

(Πηγή : Άρθρο του Πέτρου Θ. Σκουτέλα , ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, τχ. 273, 2002)

Δημοσιεύθηκε στη Το Πάσχα στην Άρτα | Σχολιάστε