1950ς : Γειτονοπούλες και συμμαθήτριες. Αριστερά η Θεοδώρα Κατσαρού και δεξιά η Αγγελική Δ. Μανούση, σύζυγος του Γ. Μπόλα στην πλατεία Σκουφά. Πίσω διακρίνεται η Πνευματική Βιβλιοθήκη ΣΚΟΥΦΑ (Φωτο & Παρουσίαση Κ. Μπανιάς)

1950ς : Γειτονοπούλες και συμμαθήτριες. Αριστερά η Θεοδώρα Κατσαρού και δεξιά η Αγγελική Δ. Μανούση, σύζυγος του Γ. Μπόλα στην πλατεία Σκουφά. Πίσω διακρίνεται η Πνευματική Βιβλιοθήκη ΣΚΟΥΦΑ (Φωτο & Παρουσίαση Κ. Μπανιάς)

“Οι Λεύκες στην είσοδο της πόλης” Τάκης Βαφιάς,1987

H Ρεγγίνα Σακογιάννη, το γένος Μπανιά, με τον σύζυγό της Αρεοπαγίτη Αριστείδη Πατσουράκη. (Φωτο από αρχείο Κ. Μπανιά)

————————
1931, Ιούνιος – ΑΡΑΧΘΟΣ, η θρυλική ΠΑΝΕΡΓΑΤΙΚΗ στα ερυθρόλευκα.
Μπορείτε να διαβάσετε τα ονόματα των εικονιζόμενων στο πρώτο σχόλιο.( Φωτο & Παρουσίαση Κ. Μπανιάς)


———————–
“Είναι γνωστό το καλό τσίπουρο που παράγεται στα ορεινά χωριά της Άρτας και της Ηπείρου γενικά. Τόσο η ποιότητα όσο και ο παραδοσιακός τρόπος παραγωγής του παραμένουν αναλλοίωτα στο πέρασμα του χρόνου.
Το τσίπουρο βγαίνει από τα στέμφυλα, τις φλούδες δηλαδή των σταφυλιών. Το Νοέμβριο, αφού πρώτα ολοκληρωθεί η ζύμωση, τα στέμφυλα φορτώνονται σε «γαλίκες» (μεγάλα κοφίνια) και μεταφέρονται στα παραδοσιακά «καζαναριά», τα παραδοσιακά δηλαδή αποστακτήρια.
Τα καζαναριά κατασκευάζονται συνήθως κοντά σε ρεματιές για να γίνεται εκμετάλλευση του τρεχούμενου νερού. Οι περισσότεροι μερακλήδες τα κάνουν χτιστά με σκέπαστρο και πόρτα για να τα προφυλάξουν από την υγρασία και το αγιάζι της νύχτας, καθώς τα καζαναριά δουλεύουν σε εικοσιτετράωρη βάση. Οι πιο πολλοί φτιάχνουν απλώς μια εστία με δυο μεγάλες πέτρες ώστε να στηρίζεται το καζάνι κι ένα πρόχειρο στέγαστρο.
Τα καζαναριά βρίσκονται στις δόξες τους όλο το Νοέμβριο. Κόσμος πάει κι έρχεται, μεταφέροντας τα στέμφυλα και τα ξύλα για τη φωτιά. Το άρωμα του τσίπουρου διαποτίζει την ατμόσφαιρα κι όλο και κάποιοι ξεστρατίζουν κατά τα καζαναριά για να ….δοκιμάσουν. Οι νοικοκυραίοι τους καλοδέχονται, τους κερνάνε φρεσκοβγαλμένο τσίπουρο και ψημένα στη θράκα που βράζει το καζάνι, κάστανα, κι εκείνοι, αφού ευχηθούν «καλοξοδεμένο», κλείνουν με την παλάμη τους το ποτήρι και το χτυπάνε στο γόνατο για να δουν αν θα σχηματίσει «αλυσίδα» (το καλό το τσίπουρο όταν ανακινηθεί, βγάζει φυσαλίδες).
Τα καζαναριά είναι ίσως η τελευταία γραφική και αυθεντική νότα των χωριών μας που επιζεί ως τις μέρες μας….”
(Πηγή : Άρθρο του Η. Μάκου στην Ηπειρωτική Εταιρεία, τχ. 230-31, 1995)
Στη φωτογραφία του Β. Γκανιάτσα “Παραγωγή Τσίπουρου σε χωριό των Τζουμέρκων”
(Πηγή : Λεύκωμα ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΗΠΕΙΡΩΤΙΣΣΕΣ, Αθήνα,2007)

—————————–
“Μέ τή μετατόπιση τού έμπορικού κέντρου τής πόλης άπό τό Τουρκοπάζαρο στό Ρωμιοπάζαρο, δημιουργήθηκε νέα μορφή οικοδομήματος πού είχε μαγαζιά στό ισόγειο καί κατοικία στό άνώγειο. Μέχρι πρό ολίγων έτών σώζονταν άτόφια τά οικοδομήματα αύτά, κυρίως στή σημερινή όδό Πριοβόλου όπως ή οικία Τζανέτου, ή οικία Τσούτσινου, ή οικία Καζάκου (πρώην “Αννας Λαουτάρη), ή οικία Κογιαντή πού ένα χρονικό διάστημα στέγαζε καί τό Δημαρχείο τής πόλης καί στήν όδό Σκουφά, ή οίκία Χριστίνας Άντωνοπούλου μέ δύο ορόφους (σημερινή οίκία Δεβέκου), ή οίκία Ζωγράφου (σημερινή οίκία Πίτσιλη), ή οίκία Κατσαδήμα καί ή οίκία Μιζάν. Άπό τά σπίτια αύτά σώζονται άτόφια χωρίς προσθήκες καί παραλλαγές μόνο ή οίκία Τζανέτου καί ή οίκία Καζάκου.”
(Πηγή : Άρθρο του Ε. Πατσαλιά στο Περιοδικό ΣΚΟΥΦΑΣ, τχ. 85,1995)
Στη φωτογραφία “Οικία μετά καταστήματος του 1860, κειμένη επί της οδού Πριοβόλου” από το ίδιο άρθρο.

———————-
“Το παλιό Θοδωριανίτικο σπίτι ήταν απλό και φτωχικό, προσαρμοσμένο στις τότε βασικές ανάγκες και κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Οι συχνές επιδρομές ληστών οδηγούσαν στην ανάγκη για σπίτια – οχυρά με χοντρούς πέτρινους τοίχους, μικρά παράθυρα με σιδεριές σαν πολεμίστρες και πόρτα από χοντρά πελεκημένα ξύλα. Ήταν χαμηλό, στρωτό, με ένα δωμάτιο συνήθως σε σχήμα ορθογώνιο και εξυπηρετούσε όλες τις ανάγκες καθιστικό, για ύπνο, μαγειρειό, σάλα , αποθήκη.” (Πηγή : Άρθρο του Σ. Λιούκα στα βιβλίο ΤΑ ΘΕΟΔΩΡΙΑΝΑ, Ρ. Σκουτέλας, Αθήνα, 2006)
Στη φωτογραφία από το αρχείο του Β. Γκανιάτσα “Παλιό σπίτι στα Τζουμέρκα”

Η Κεντρική πλατεία της πόλης όταν διέθετε συντριβάνι, απέναντι από το κτήριο του Ο.Τ.Ε. (Φωτο απο καρτ-ποσταλ της εποχής)

————–
“Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες
τρεις χρόνους εδουλεύανε της Άρτας το γιοφύρι.
Ολημερίς εχτίζανε κι αποβραδί γκρεμιέται.
Μοιριολογούν οι μάστορες και κλαιν οι μαθητάδες
Το ιστορικό αρχείο της ΧΑΝΘ κρύβει εκπλήξεις.
Η φωτογραφία που παρουσιάζουμε σήμερα, το εκδρομικό πουλμανάκι της ΧΑΝΘ στο γεφύρι της Άρτας, στα τέλη της δεκαετίας του 1950, είναι ίσως μια από τις ωραιότερες φωτογραφίες του αρχείου μας, από όσες τουλάχιστον ανακαλύψαμε ως τώρα. Η στιγμή δεν είναι ιστορική, ούτε θα μάθουμε ποτέ ποιους απαθανατίζει ο φακός. Οι στρογγυλές όμως γραμμές των τόξων του γεφυριού συνομιλούν εδώ με τις καμπύλες του μικρού παλιού λεωφορείου.Τα κυπαρίσσια τρυπούν τον μολυβένιο ουρανό και αντανακλούν τις κορυφές τους στα γαληνεμένα νερά του Άραχθου. Είναι μια Ελλάδα μιας άλλης εποχής, πιο κοντινής στην εποχή των παλιών μαστόρων, πρωτομαστόρων και στοιχειών του γεφυριού της Άρτας, που έφυγε για πάντα.”
(Φωτογραφία και κείμενο από Greek YMCA Archives – Ιστορικό Αρχείο ΧΑΝΘ https://ymca.gr/ )

1937 : Ο Βασίλης Μπανιάς με τη σύζυγό του Πολούλα Λίτσου. Ήταν αριστούχος της Φιλοσοφικής Σχολής και διετέλεσε Στρατηγός του Ε.Λ.Α.Σ., ο δοξασμένος ΓΕΡΟΔΗΜΟΣ. Το ζευγάρι έμενε στην Ενορία του Αγίου Νικολάου και απέκτησε δυο παιδιά, τον Νίκο και το Γιάννη. Ο Γιάννης Μπανιάς, πολιτικός μηχανικός, υπήρξε στέλεχος της προδικτατορικής Αριστεράς και είχε δραστηριοποιηθεί έντονα στον χώρο της πολιτικής, ιδιαίτερα σε κινήματα υπέρ της διαφύλαξης της δημοκρατίας όταν αυτή απειλούνταν, καθώς και σε άλλους εθνικούς και πολιτικούς αγώνες. Υπήρξε στέλεχος του Κ.Κ.Ε. Εσωτερικού και εκλέχτηκε Βουλευτής Επικρατείας με τον Σ.Υ.Ρ.Ι.Ζ.Α. το 2007.
(Φωτο από αρχείο Ν.Β. Μπανιά, παρουσίαση Κ. Μπανιάς)
